-
1 εξηκοντακλινος
См. также в других словарях:
εξηκοντάκλινος — ἐξηκοντάκλινος, ον (Α) αυτός που έχει εξήντα κρεβάτια («οἶκος ἑξηκοντάκλινος») … Dictionary of Greek
ἑξηκοντάκλινος — with sixty couches masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)