-
1 ἑξηκονταστάδιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑξηκονταστάδιος
См. также в других словарях:
στάδιο — Χώρος οργανωμένος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων με την παρουσία θεατών. Ο όρος στάδιο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει την απόσταση των αγώνων δρόμου. Αργότερα, στην αρχαία πάντοτε Ελλάδα, σήμαινε μια μονάδα μέτρησης αποστάσεων… … Dictionary of Greek