Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἑξαετῆ

  • 1 εξαετή

    ἑξαετής
    six years old: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)
    ἑξαετής
    six years old: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    ἑξαετής
    six years old: masc /fem acc sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > εξαετή

  • 2 ἑξαετῆ

    ἑξαετής
    six years old: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)
    ἑξαετής
    six years old: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    ἑξαετής
    six years old: masc /fem acc sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > ἑξαετῆ

  • 3 εξαέτη

    ἑξαετής
    six years old: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)
    ἑξαετής
    six years old: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    ἑξαετής
    six years old: masc /fem acc sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > εξαέτη

  • 4 ἑξαέτη

    ἑξαετής
    six years old: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)
    ἑξαετής
    six years old: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    ἑξαετής
    six years old: masc /fem acc sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > ἑξαέτη

См. также в других словарях:

  • ἑξαετῆ — ἑξαετής six years old neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἑξαετής six years old masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἑξαετής six years old masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑξαέτη — ἑξαετής six years old neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἑξαετής six years old masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἑξαετής six years old masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ανδόρα — Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης.Συνορεύει στα Β και Α με τη Γαλλία και στα Ν και Δ με την Ισπανία.Το μικρότερο κράτος του κόσμου βρίσκεται στα ανατολικά Πυρηναία. Η ύπαρξη του κρατιδίου της Α. (Valls d Andorra) είναι συνέπεια γεωγραφικών… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • γιατρός — Εκείνος που ασκεί την ιατρική ως επάγγελμα. Στην Ελλάδα, το δικαίωμα άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος έχουν όσοι συμπληρώνουν με επιτυχία τον εξαετή κύκλο των σχετικών πανεπιστημιακών σπουδών στις ιατρικές σχολές της χώρας μας ή στις σχολές… …   Dictionary of Greek

  • Γκαλέλα, Ρον Γκάλης, Νίκος — (Νιου Τζέρσι, ΗΠΑ 1957 –). Μπασκετμπολίστας. Γεννήθηκε από Ελληνοαμερικανούς μετανάστες στις ΗΠΑ· το οικογενειακό του επώνυμο ήταν Γεωργαλής και με αυτό το όνομα ξεκίνησε να παίζει στην Ελλάδα. Έκανε τα πρώτα του βήματα στα περίφημα ανοιχτά… …   Dictionary of Greek

  • Γουσταύος — (Gustaf).Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος των βασιλιάδων της Σουηδίας Γκούσταφ. 1. Γ. A’ Έριξον Βάζα (Λίντχολμ 1495 – Στοκχόλμη 1560). Παραδόθηκε ως όμηρος στον Χριστιανό B’ της Δανίας κατά τη διάρκεια των αγώνων της χώρας του εναντίον του… …   Dictionary of Greek

  • Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕ) — Όργανο της ΕΕ με αρμοδιότητα την επαλήθευση της νομιμότητας και της κανονικής κατάστασης των εσόδων και των δαπανών της ΕΕ, καθώς και την εξασφάλιση της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού. Το Ε.Σ. ιδρύθηκε το 1977,… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκό Δικαστήριο — Δικαστικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.). Αποτελείται από 15 δικαστές και 8 γενικούς εισαγγελείς, οι οποίοι διορίζονται με κοινή συμφωνία των κυβερνήσεων για εξαετή θητεία. Αν και στη συνθήκη δεν ορίζεται κατανομή των δικαστών ανά… …   Dictionary of Greek

  • Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»