-
1 εξετις
-
2 ἑξέτης
См. также в других словарях:
εξέτης — ἐξέτης, ες (θηλ. ἐξέτις) (Α) 1. εξαετής 2. αυτός που διαρκεί έξι χρόνια («ἀντὶ δὲ τεσσάρων μηνῶν ἑξέτη τὴν ἀρχὴν ἐποιήσατο», Λυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξ + ετης (< έτος)] … Dictionary of Greek