-
1 ἑξά-φορον
-
2 ἑξάφορον
ἑξά-φορον, τό, eine von sechs Menschen getragene Sänfte -
3 εξαφορον
См. также в других словарях:
εξάφορον — ἑξάφορον, το (Α) μεταφορικό μέσο αξιωματούχων, που τό μετέφεραν έξι άντρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + φόρον < φέρώ] … Dictionary of Greek