-
1 ἑξά-στοιχος
ἑξά-στοιχος, dasselbe; κριϑή, sechszeilige Gerste, Theophr.
-
2 ἑξάστοιχος
ἑξά-στοιχος, aus sechs Reihen, Versen bestehend; κριϑή, sechszeilige Gerste
См. также в других словарях:
εξάστοιχος — η, ο (Α ἑξάστοιχος, ον) (για κριθάρι) με στάχυ που αποτελείται από έξι σειρές κόκκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. ἑξάγραμμα) + στοίχος] … Dictionary of Greek