-
1 εξάωρος
-
2 ἑξάωρος
-
3 ἑξάωρος
A of six equinoctial hours, Theol.Ar.52; ἑξάωρον, τό, period of six such hours, Balbill.(?) in Cat.Cod.Astr.8(4).243.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑξάωρος
-
4 εξάωρος
η, ο [ος, ον ] шестичасовой -
5 εξαώρων
-
6 ἑξαώρων
См. также в других словарях:
ἑξάωρος — of six masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάωρος — η, ο (Α ἑξάωρος, ον) 1. αυτός που διαρκεί έξι ώρες («εξάωρη στάση εργασίας») 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑξάωρο(ν) χρονικό διάστημα έξι ωρών … Dictionary of Greek
εξάωρος — η, ο 1. που έχει διάρκεια έξι ωρών: Εξάωρη πορεία. 2. το ουδ. ως ουσ., εξάωρο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑξαώρων — ἑξάωρος of six masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαωρία — η (Α ἑξαωρία) [εξάωρος] νεοελλ. βάρδια, σκοπιά που διαρκεί έξι ώρες αρχ. οι έξι πρώτες ώρες τής ημέρας … Dictionary of Greek