-
1 εξάμηνον
ἑξάμηνοςmasc /fem acc sgἑξάμηνοςneut nom /voc /acc sgἑξαμηνοςof: masc /fem acc sgἑξαμηνοςof: neut nom /voc /acc sg -
2 ἑξάμηνον
ἑξάμηνοςmasc /fem acc sgἑξάμηνοςneut nom /voc /acc sgἑξαμηνοςof: masc /fem acc sgἑξαμηνοςof: neut nom /voc /acc sg -
3 χειμερινός
A of or in winter, opp.θερινός, χ. τροπαί Democr.14
,etc.;χ. μῆνες Th.6.21
;πρὸς ἥλιον τὸν χ. Hdt.1.193
, cf. X.Mem.3.8.9;χ. ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου καὶ δυσμαὶ αἱ χ. Hp.
Aër.3, cf. Arist.Mete. 364b3;ὄμβροι Plb. 9.43.5
;συσσίτια χ. Pl.Criti. 112b
; δεξαμεναί ib. 117b;πυρετός Hp. Acut.
(Sp.) 24;νόσοι Gal.17(1).734
;ἀργυρώματα Ath.6.230d
;μάχη D.18.216
; [τινὰ τῶν ζῴων] ἀποβάλλει τὰς χ. τρίχας their winter coat, Arist.Pr. 893a5; χ. ὄνειρος a winter night's dream. Luc.Somn. 17; also τὴν χ. (sc. ὥρην ) the winter season, Hdt.1.202, cf. Thphr.CP 4.8.1, D.S.1.11; τὰν χ. (sc. ἑξάμηνον) ([place name] Cos); τὰ χ. Pl.Lg. 683c, 915d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειμερινός
-
4 ἑξάμηνος
ἑξᾰμηνος, ον,2 Subst. ἑ. (sc. χρόνος), ὁ, half-year, X. HG[2.3.9]; ἑξαμήνου σῖτος a half-year's supply, ib.3.4.3;ἑξάμηνον διαλείπειν Arist.HA 573a13
;ἐν -μήνῳ Thphr.HP8.2.7
also ἡ ἑ. (sc. ὥρη) Hdt.4.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑξάμηνος
См. также в других словарях:
ἑξάμηνον — ἑξάμηνος masc/fem acc sg ἑξάμηνος neut nom/voc/acc sg ἑξαμηνος of masc/fem acc sg ἑξαμηνος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάμηνος — η, ο (AM ἑξάμηνος, ον) 1. αυτός που έχει ηλικία ή διάρκεια έξι μηνών, ο εξαμηνιαίος 2. αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται κάθε έξι μήνες («εξάμηνη συνδρομή» «εξάμηνο περιοδικό») 3. (ο πληθ. τού ουδ. ως ουσ.) τα (ε)ξάμηνα το μνημόσυνο που γίνεται έξι … Dictionary of Greek
εξαμηνόβιος — ἐξαμηνόβιος, ον (Α) αυτός που ζει έξι μήνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξάμηνον + βιος < βίος] … Dictionary of Greek