Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἑξάμηνον

См. также в других словарях:

  • ἑξάμηνον — ἑξάμηνος masc/fem acc sg ἑξάμηνος neut nom/voc/acc sg ἑξαμηνος of masc/fem acc sg ἑξαμηνος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξάμηνος — η, ο (AM ἑξάμηνος, ον) 1. αυτός που έχει ηλικία ή διάρκεια έξι μηνών, ο εξαμηνιαίος 2. αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται κάθε έξι μήνες («εξάμηνη συνδρομή» «εξάμηνο περιοδικό») 3. (ο πληθ. τού ουδ. ως ουσ.) τα (ε)ξάμηνα το μνημόσυνο που γίνεται έξι …   Dictionary of Greek

  • εξαμηνόβιος — ἐξαμηνόβιος, ον (Α) αυτός που ζει έξι μήνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξάμηνον + βιος < βίος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»