-
1 ελικοδρομος
См. также в других словарях:
κελαδοδρόμος — κελαδοδρόμος, ον (Α) (ως επίθ. τής Αρτέμιδος) αυτή που τρέχει με θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλαδος + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. ελικο δρόμος, ιππο δρόμος] … Dictionary of Greek
1 ελικοδρομος
κελαδοδρόμος — κελαδοδρόμος, ον (Α) (ως επίθ. τής Αρτέμιδος) αυτή που τρέχει με θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλαδος + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. ελικο δρόμος, ιππο δρόμος] … Dictionary of Greek