-
1 ελικη
(ῐ) ἥ1) извилистость, винтообразность(ἑλίκην ἔχειν Arst.)
2) извилистая или винтовая линия(ἐπὴ τέν ἑλίκην κινεῖσθαι Arst.)
3) винтообразная раковина(τοῦ ὀστράκου Arst.)
-
2 Ελικη
(ῐ) ἥ Гелика1) приморский город в Ахайе, с храмом Посидона Hom., Her., Arst., Theocr.2) город в Фессалии Hes. -
3 Ελικηθεν
-
4 Ελικωνιος
I3геликонский Pind., Luc., Anth.II3[Ἑλίκη 1] чтимый в Гелике(Ἑ. ἄναξ Hom. = Ποσειδάων)
См. также в других словарях:
Ἑλίκη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλίκη — winding fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλίκῃ — Ἑλίκη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλίκῃ — ἑλίκη winding fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελίκη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Νύμφη του όρους Ίδη της Κρήτης, που μαζί με τη νύμφη Κυνόσουρα ανέθρεψαν τον Δία. Αργότερα μεταμορφώθηκαν σε αστερισμούς από τον θεό (Μικρή και Μεγάλη Άρκτος), για να γλιτώσουν από τις ερωτικές διαθέσεις του… … Dictionary of Greek
Ελίκη — η χωριό του νομού Αχαΐας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑλικῇ — ἑλικός eddying fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλικέων — Ἑλίκη fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικέων — ἑλίκη winding fem gen pl (epic ionic) ἑλικός eddying masc/fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλικῶν — Ἑλίκη fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικῶν — ἑλίκη winding fem gen pl ἑλικός eddying fem gen pl ἑλικός eddying masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)