-
1 ελέπολι
-
2 ἑλέπολι
См. также в других словарях:
ἑλέπολι — ἑλέπολις city destroying fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ελέπολι
2 ἑλέπολι
ἑλέπολι — ἑλέπολις city destroying fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)