-
1 Ελενη
дор. Ἑλένα ἥ Елена (дочь Зевса и Леды, жена Менелая, ее похищение Парисом послужило, по преданию, поводом к Троянской войне) Hom., Hes., Pind., Trag. etc. -
2 Ελένη
Ελένη ηЕлена –1) имя некоторых святых жен Православной Церкви, одной из которых является мать императора Константина Великого, обретшая Честный Животворящий Крест Господень;2) женское имя -
3 Ἑλένη
-
4 Ελενα
-
5 αιχμαλωτος
I21) добытый в бою, т.е. взятый в плен(ἀνήρ Her.; ἥ Λάκαινα Ἑλένη Eur.)
2) захваченный в бою или на войне(χρήματα Aesch.; νῆες Xen.; πόλεις, χώρα Plut.)
3) сопряженный с пленением(δουλοσύνη Her.; εὐνή Aesch.)
IIὅ и ἥ пленник, пленника Aesch., Thuc. -
6 αμφινεικης
-
7 ανδρολετειρα
-
8 βραβευς
- έως1) ὅ(1) распорядитель или судья на состязанияхβ. ἄθλων Soph., Plat. — назначающий награды на состязаниях
(2) третейский судья, посредник, арбитр(λόγου δίκης Eur.)
(3) предводитель, начальник(ἵππου Aesch.)
2) ἥ виновница, зачинщица(τῶν ἐν Ἰλίῳ μόχθων, sc. Ἑλένη Eur.)
-
9 γυμνας
I- άδος adj.1) нагой, голый(γ. ἐκβεβλημένη ὕδατι, sc. Κασάνδρα Eur.)
2) обученный, опытный, искусный(ἵππος ποδὴ γυμνάς Eur.)
3) стройный, изящный(γ. καὴ παλαιστική, sc. Ἑλένη Luc.)
IIὅ борец, атлет Anth. -
10 δηιαλωτος
-
11 δοριγαμβρος
-
12 εκγιγνομαι
1) (у или от кого-л.) рождаться(τινος Hom., Hes. и τινι Hom., HH. Her.)
Ἑλένη, Διὸς ἐκγεγαυῖα Hom. — Елена, дочь Зевса;ἔκ τινος ἐκγενέσθαι Plut. — произойти вследствие чего-л.2) уходитьἐκγενέσθαι τοῦ ζῆν Xen. — расстаться с жизнью3) impers. ἐκγίγνεται (ἐκγίνεται) можно, позволеноοὐχ οἱ ἐξεγένετο Ἀθηναίους τιμωρήεασθαι Her. — ему не удалось наказать афинян;
εἰ, γὰρ ἐκγένοιτ΄ ἰδεῖν …! Arph. — о, если бы мне довелось увидеть …!;καὴ πολλάκις ἐκγενόμενον αὐτῷ … Isocr. и — хотя он часто имел возможность …;οὐδ΄ ἐμὲ βουλεύσασθαι ἐξεγένετο, εἴτ΄ ἐξοιστέον (τὸ γραφὲν) εἰς τὸ φῶς, εἴ τε μή Plat. — мне не приходилось даже задумываться над вопросом, издавать ли это сочинение, или нет4) рождать, производить на свет(ποδάγρα, ἣν Ἐρινὺς γαστρὸς ἐξεγείνατο Luc.)
-
13 εκπορθμευομαι
1) pass. быть увозимым или уезжать на корабле(ἐκπεπόρθμευται χθονός, sc. Ἑλένη Eur.)
2) med. увозить на корабле(Μενέλαος ἐκπεπόρθμευται χθονός, sc. Ἑλένην Eur.)
-
14 ελανδρος
-
15 ελεναυς
ἥ [ἑλεῖν и по созвучию с Ἑλένη] губительница кораблей(Ἑλένα ἑ., ἕλανδρος, ἑλέπτολις Aesch.)
-
16 ευπατερεια
-
17 θαλαμος
(θᾰ) ὅ1) (отдельная) комната, (внутренний) покойΤηλέμαχος ἐκ μεγάροιο βεβήκει κείων ἐς θάλαμον Hom. — Телемах вышел из дома, отправившись лечь (спать) в (свою) комнату;
ἀκόντια καὴ δοράτια ἐκ τῶν ἀνδρεώνων ἐς τοὺς θαλάμους ἐκκομίζειν Her. — перенести дротики и копья из мужских (внешних) покоев во внутренние (женские)2) брачный покой Pind., Eur.3) опочивальня, спальня4) (тж. πλούθου θ. Plut.) кладовая(θ., ἔνθ΄ ἔσαν οἱ πέπλοι Hom.)
θ., ὅθι νητὸς χρυσὸς καὴ χαλκὸς ἔκειτο, ἐσθής τ΄ ἐν χηλοῖσιν Hom. — кладовая, где лежали груды золота и меди, одежда в сундуках5) дом, зданиеθάλαμον γνωτούς τε λιττοῦσα Hom. — оставив (родной) дом и братьев;
οἱ βασιλικοὴ θάλαμοι Eur. — царские чертоги, дворец6) жилище, местопребываниеθάλαμοι ὑπὸ γῆς Aesch., θάλαμοι γᾶς или θάλαμοι Περσεφονείας Eur. — подземное царство;
μέγας θ. Ἀμφιτρίτας Soph. — обширная обитель Амфитриты, т.е. море;θ. ἀρνῶν Eur. — овчарня;ὅ κηροπαγές θ. Anth. — восковая обитель, т.е. пчелиный улей Anth.; ὅ παγκοίτας θ. Soph. — всеуспокаивающее жилище, т.е. могила7) святилище(θ. ἐν τῷ νηῷ Luc.)
-
18 κακοθανατος
-
19 κακομηχανος
-
20 κακοποτμος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἑλένη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλένη — torch of reeds fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλένῃ — Ἑλένη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλένῃ — ἑλένη torch of reeds fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελένη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βλ. λ. Ελένη, Ωραία. 2. Κόρη της Ωραίας Ελένης από τον Πάρη. 3. Κόρη της Κλυταιμνήστρας από τον Αίγισθο. Τη σκότωσε ο ετεροθαλής αδελφός της, Ορέστης. 4. Κόρη του Επιδαμνίου, που υπηρετούσε την Αφροδίτη ως… … Dictionary of Greek
Ελένη, αγία — (Δρέπανο Βιθυνίας 247 – 328 μ.Χ.). Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας και μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ήταν κόρη ξενοδόχου, ελληνικής καταγωγής. Όταν, γύρω στο 270, ο Κωνστάντιος ο Χλωρός, αξιωματικός τότε του Αυρηλιανού, πέρασε από το… … Dictionary of Greek
Ελένη, Ωραία — Μυθολογικό πρόσωπο. Υπήρξε ηρωίδα πολλών θρύλων, αλλά είναι περισσότερο γνωστή επειδή, σύμφωνα με τη μυθολογία, υπήρξε αφορμή του Τρωικού πολέμου. Ήταν σύζυγος του βασιλιά της Σπάρτης, Μενέλαου, τον οποίο εγκατέλειψε και έφυγε με τον Τρώα Πάρη.… … Dictionary of Greek
Αγία Ελένη — I Νησί (122 τ. χλμ.) στον νότιο Ατλαντικό, περίπου 1.900 χλμ. δυτικά των αφρικανικών ακτών (15° 55΄ Ν πλάτος, 5° 42΄ Α μήκος), που αποτελεί υπερπόντια κτήση της Μεγάλης Βρετανίας. Έχει περίπου 6.000 κατ., κυρίως νέγρους και μιγάδες. Πρωτεύουσά… … Dictionary of Greek
Βακαρέσκο, Ελένη — (Helene Vacaresco, Βουκουρέστι 1866 – Παρίσι 1947). Ρουμάνα ποιήτρια, κόρη του πρεσβευτή της Ρουμανίας Ιωάννη Β’. Ήδη σε πολύ νεαρή ηλικία, διετέλεσε δεσποινίς επί των τιμών της βασίλισσας Ελισάβετ, η οποία, καθώς ήταν επίσης ποιήτρια (γνωστή με… … Dictionary of Greek
Βλάχου, Ελένη — (Αθήνα 1911 – 1995).Εκδότρια και δημοσιογράφος. Υπήρξε πρωτοπόρος της ελληνικής δημοσιογραφίας καθώς και εκδότρια της εφημερίδας Καθημερινή, από το 1951 που πέθανε ο πατέρας της Γεώργιος Βλάχος (βλ. λ.) και μέχρι τον θάνατό της. Στη διάρκεια της… … Dictionary of Greek
Δικαίου, Ελένη — (Νέα Ιωνία, Βόλος 1952 –). Λογοτέχνης. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και σταδιοδρόμησε ως υπάλληλος στον ΟΤΕ (τμήμα δημοσίων σχέσεων). Άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνία από τα μαθητικά της χρόνια, στέλνοντας κείμενά της στο περιοδικό Η Διάπλασις… … Dictionary of Greek