-
1 ανδρολετειρα
См. также в других словарях:
ανδρολέτειρα — ἀνδρολέτειρα, η (Α) φονική, θανατηφόρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + ολέτειρα < όλλυμι «καταστρέφω»] … Dictionary of Greek
ἀνδρολέτειρ' — ἀνδρολέτειρα , ἀνδρολέτειρα murderess fem nom/voc sg ἀνδρολέτειραι , ἀνδρολέτειρα murderess fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρολέτειραν — ἀνδρολέτειρα murderess fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek