-
61 Ἀργεῖος
Ἀργεῖος: of Argos, Argive; Ἥρη Ἀργείη, as tutelary deity of Argos), Il. 4.8, Il. 5.908 ; Ἀργείη Ἑλένη, Il. 2.161, etc.; pl., Ἀργεῖοι, the Argives, freq. collective designation of the Greeks before Troy; Ἀργείων Δαναῶν, Od. 8.578, is peculiar.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἀργεῖος
-
62 εἰλέω 2
εἰλέω 2.Grammatical information: v.Meaning: `roll, turn, wind, revolve' (most hell.).Other forms: ἴλλω, εἴλλω (Att.; s. below). The non-present forms, which are most compounds, are based on the presents: εἰλῆσαι, εἰλήσω, εἴληκα etc.; from ἴλλω only ἰλλάμην (IG 5 (2): 472, 11; Megalopolis II-IIIp).Compounds: Often with prefix, esp. ἐν-, περι-ειλέω (X., hell.), -( ε)ίλλω (Th. 2, 76; codd. Ar. Ra. 1066), also ἀπ-, δι-, ἐξ-, ἐπ-, κατ-, παρ-ειλέω (hell.), ἐξ-, κατ-ίλλω (X., Hp.).Derivatives: From εἰλέω: εἰλεός (s. v.; sec. adapted?); ( ἐν-, ἐξ-, ἐπ-, κατ-, περι-)εἴλησις `winding etc.' (Pl.), ( ἐν-, περι-) εἴλημα `id.' (J., Poll.); εἰλετίας kind of reed (Thphr.), εἰλητάριον `winding, roll' (Aët.), εἰληδόν adv. `in windings' (AP). From ἴλλω: ἰλλός `looking aslant' (s. v.) with many derivations; ἰλλάς f. `snare, knot' (Ν 572; Chantr. Form. 351) with ἰλλίζει δεσμεύει, συστρέφει, ἀγελάζει H. (also to 1. ἴλλω); unclear ἰλλάδας γονάς ++ ἀγελειὰς καὶ συστροφάς H. (S. Fr. 70 and E. Fr. 837); prob. to 1. - Here also several nouns that have formally been separated from the verb: s. ἕλιξ, εἶλιγξ, ἕλμις, ἑλένη, εὑλή, εὔληρα, λῶμα, ὅλμος, οὖλος a. o.; further ἀλινδέω, also αἰόλος; lastly the u-enlarged εἰλύω with many derivatives (s. v.).Origin: IE [Indo-European] [1140] *u̯el- `turn, wind, revolve'Etymology: Like 1. εἰλέω, ( ἐ)ίλλω `press' also εἰλέω, ἴλλω `turn' continue a n-present *Ϝελ-νέω, resp. a reduplicated *Ϝί-Ϝλ-ω. The formal falling together led often also to semantic coincidence; so for A. R. ἰλλόμενος in 2, 27 λέων... ἰλλόμενός περ ὁμίλῳ, also when originally not `surrounded', but `pressed', identical with the formally identical ptc. in 1, 129 δεσμοῖς ἰλλόμενος. - Also in the other languages there are many words that go back on the flexible notion `turn, wind, revolve' etc.; cf. e.g. OIr. fillim `turn, bend', if with Pedersen Vergl. Gramm. d. kelt. Spr. 2, 522 an n-present (but hardly Lith. veliù, vélti `confuse hair(s)' (= εἴλλω?; s. on 1.). A special group are the u-enlargements, s. on εἰλύω. Further cf. Arm. glem `roll, throw down', which may continue *u̯ēl- or *u̯ōl-ei̯ō (Meillet MSL 8, 163; 9, 144; uncertain Skt. valati, -te (class.) `turn', s. Tedesco JournAmOrSoc. 67, 100ff. - See Solmsen Unt. 229ff.Page in Frisk: 1,457-458Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > εἰλέω 2
-
63 ἕλῐνος
Grammatical information: m. f.Meaning: `tendril, vine' (hell.).Other forms: ἐλενοί κλήματα τὰ τῶν ἀμπέλων H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: One connects ἕλιξ, ἕλμις, ἑλένη a. o. and connects 2. εἰλέω `turn', from an ι-stem, cf. γέλιν (= Ϝ-) ὁρμιάν H. However, the interchange ε\/ι rather points to a Pre-Greek word.Page in Frisk: 1,495Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἕλῐνος
-
64 הילני I
הִילְנִיI pr. n. f. (Ἑλένη) Helen, 1) mother of king Munbaz, a convert to Judaism. Succ.2b (Ms. M. הלני, Var. הלנית, v. Rabb. D. S. a. l. note); Tosef. ib. I, 1. Yoma III, 10; Tosef. ib. II, 3 (not הילנו). Naz.III, 6. 2) mother of R. Hillel. Lev. R. s. 12, end; Yalk. Jer. 320 ר׳ הילל ברה׳; (Lam. R. to II, 8 ר׳ אילם). -
65 הִילְנִי
הִילְנִיI pr. n. f. (Ἑλένη) Helen, 1) mother of king Munbaz, a convert to Judaism. Succ.2b (Ms. M. הלני, Var. הלנית, v. Rabb. D. S. a. l. note); Tosef. ib. I, 1. Yoma III, 10; Tosef. ib. II, 3 (not הילנו). Naz.III, 6. 2) mother of R. Hillel. Lev. R. s. 12, end; Yalk. Jer. 320 ר׳ הילל ברה׳; (Lam. R. to II, 8 ר׳ אילם).
См. также в других словарях:
Ἑλένη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλένη — torch of reeds fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλένῃ — Ἑλένη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλένῃ — ἑλένη torch of reeds fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελένη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βλ. λ. Ελένη, Ωραία. 2. Κόρη της Ωραίας Ελένης από τον Πάρη. 3. Κόρη της Κλυταιμνήστρας από τον Αίγισθο. Τη σκότωσε ο ετεροθαλής αδελφός της, Ορέστης. 4. Κόρη του Επιδαμνίου, που υπηρετούσε την Αφροδίτη ως… … Dictionary of Greek
Ελένη, αγία — (Δρέπανο Βιθυνίας 247 – 328 μ.Χ.). Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας και μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ήταν κόρη ξενοδόχου, ελληνικής καταγωγής. Όταν, γύρω στο 270, ο Κωνστάντιος ο Χλωρός, αξιωματικός τότε του Αυρηλιανού, πέρασε από το… … Dictionary of Greek
Ελένη, Ωραία — Μυθολογικό πρόσωπο. Υπήρξε ηρωίδα πολλών θρύλων, αλλά είναι περισσότερο γνωστή επειδή, σύμφωνα με τη μυθολογία, υπήρξε αφορμή του Τρωικού πολέμου. Ήταν σύζυγος του βασιλιά της Σπάρτης, Μενέλαου, τον οποίο εγκατέλειψε και έφυγε με τον Τρώα Πάρη.… … Dictionary of Greek
Αγία Ελένη — I Νησί (122 τ. χλμ.) στον νότιο Ατλαντικό, περίπου 1.900 χλμ. δυτικά των αφρικανικών ακτών (15° 55΄ Ν πλάτος, 5° 42΄ Α μήκος), που αποτελεί υπερπόντια κτήση της Μεγάλης Βρετανίας. Έχει περίπου 6.000 κατ., κυρίως νέγρους και μιγάδες. Πρωτεύουσά… … Dictionary of Greek
Βακαρέσκο, Ελένη — (Helene Vacaresco, Βουκουρέστι 1866 – Παρίσι 1947). Ρουμάνα ποιήτρια, κόρη του πρεσβευτή της Ρουμανίας Ιωάννη Β’. Ήδη σε πολύ νεαρή ηλικία, διετέλεσε δεσποινίς επί των τιμών της βασίλισσας Ελισάβετ, η οποία, καθώς ήταν επίσης ποιήτρια (γνωστή με… … Dictionary of Greek
Βλάχου, Ελένη — (Αθήνα 1911 – 1995).Εκδότρια και δημοσιογράφος. Υπήρξε πρωτοπόρος της ελληνικής δημοσιογραφίας καθώς και εκδότρια της εφημερίδας Καθημερινή, από το 1951 που πέθανε ο πατέρας της Γεώργιος Βλάχος (βλ. λ.) και μέχρι τον θάνατό της. Στη διάρκεια της… … Dictionary of Greek
Δικαίου, Ελένη — (Νέα Ιωνία, Βόλος 1952 –). Λογοτέχνης. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και σταδιοδρόμησε ως υπάλληλος στον ΟΤΕ (τμήμα δημοσίων σχέσεων). Άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνία από τα μαθητικά της χρόνια, στέλνοντας κείμενά της στο περιοδικό Η Διάπλασις… … Dictionary of Greek