-
1 ἕλκω
1a drag met. τὸν δαὖ οἰκείων παρέσφαλεν καλῶν χειρὸς ἕλκων ὀπίσσω θυμὸς ἄτολμος ἐών i. e. hindering N. 11.32b pass., met., c. inf. ἴυγγι δἕλκομαι ἦτορ νεομηνίᾳ θιγέμεν (i. e. my heart is bound by a spell cf. Theocr. 2. 17) N. 4.35c met., from wrestling. v. Gardiner, J. H. S. 1905, 28. = βιάζεσθαι (cf. Headlam-Knox on Herondas, 2. 71.)οἷον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι ῥήματα πλέκων ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν N. 4.94
τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ ἀτρόποισι Νεοπτόλεμον ἑλκύσαι ἔπεσι N. 7.103
2 med.,a c. acc. draw (a sword) ] ἐπὶ Θήβας ξίφος ἑλκόμενον[ (sc. Ἔργινον: e Σ supp. Lobel, ἀντὶ στρατεύσαντι· τὸ γὰρ ἑλκόμενον ἀντὶ ἑλκ[υς]άμενον [εἴρηται]) Pae. 8.104
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский