-
1 περιαλειφω
См. также в других словарях:
ἑλκύδρια — ἑλκύδριον slight sore neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 περιαλειφω
ἑλκύδρια — ἑλκύδριον slight sore neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)