-
1 περιαλειφω
-
2 απαλειφω
вытирать, стирать, вычеркивать(τινὰ ἀπὸ ὀφλήματος Dem.; τι τῶν δεδογμένων περί τινος Aeschin.; τὰς δέλτους Plut.)
См. также в других словарях:
περιδεύω — Μ 1. βρέχω, νοτίζω κάτι ολόγυρα, από παντού, τελείως 2. αλείφω γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δεύω (Ι) «υγραίνω, βρέχω»] … Dictionary of Greek
περικωνώ — έω, Α αλείφω κάτι ολόγυρα με πίσσα 2. φρ. «περικωνῶ τὰ ἐμβάδια» στιλβώνω, γυαλίζω τα υποδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κωνῶ «επιχρίω με πίσσα»] … Dictionary of Greek
περιπηλώ — όω, Α επιχρίω κάτι ολόγυρα με πηλό με λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πηλῶ «επιχρίω, αλείφω με πηλό»] … Dictionary of Greek
περιρρητινούμαι — έομαι, Α (αμφβλ. ανάγν.) καλύπτομαι γύρω γύρω από ρετσίνι, αλείφομαι με ρετσίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ῥητινῶ «αλείφω με ρετσίνι»] … Dictionary of Greek
περιχρίω — ΝΜΑ χρίω, αλείφω κάτι ολόγυρα, σε όλη την επιφάνεια αρχ. περιχέω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χρίω «επαλείφω»] … Dictionary of Greek