-
1 ελκυστήρια
-
2 ἑλκυστήρια
См. также в других словарях:
ἑλκυστήρια — ἑλκυστήριος fit for drawing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ελκυστήρια
2 ἑλκυστήρια
ἑλκυστήρια — ἑλκυστήριος fit for drawing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)