Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἑλκοῦν

  • 1 ελκούν

    ἑλκέω
    drag about: pres part act masc voc sg (attic epic doric)
    ἑλκέω
    drag about: pres part act neut nom /voc /acc sg (attic epic doric)
    ἑλκόω
    wound: pres part act masc voc sg
    ἑλκόω
    wound: pres part act neut nom /voc /acc sg
    ἑλκόω
    wound: pres inf act (epic doric)

    Morphologia Graeca > ελκούν

  • 2 ἑλκοῦν

    ἑλκέω
    drag about: pres part act masc voc sg (attic epic doric)
    ἑλκέω
    drag about: pres part act neut nom /voc /acc sg (attic epic doric)
    ἑλκόω
    wound: pres part act masc voc sg
    ἑλκόω
    wound: pres part act neut nom /voc /acc sg
    ἑλκόω
    wound: pres inf act (epic doric)

    Morphologia Graeca > ἑλκοῦν

См. также в других словарях:

  • ἑλκοῦν — ἑλκέω drag about pres part act masc voc sg (attic epic doric) ἑλκέω drag about pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) ἑλκόω wound pres part act masc voc sg ἑλκόω wound pres part act neut nom/voc/acc sg ἑλκόω wound pres inf act (epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλεξικέραυνο — Ηλεκτρικός αγωγός, προορισμός του οποίου είναι η προστασία από τις ατμοσφαιρικές ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδων. Το πρώτο α. κατασκεύασε ο Βενιαμίν Φραγκλίνος το 1765. Η κατασκευή του περιλάμβανε ένα σιδερένιο ραβδί, μήκους 5… …   Dictionary of Greek

  • ενυδάτωση — Χημική αντίδραση. Χαρακτηρίζεται από την προσθήκη ύδατος σε μια οργανική η ανόργανη ένωση. Παραδείγματα ε. στην οργανική χημεία αποτελούν όλες οι προσθήκες ύδατος (με τη μορφή ιόντων υδρογόνου και υδροξυλίου ξεχωριστά) στους διπλούς και τριπλούς… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… …   Dictionary of Greek

  • νηματουργία — Οι διαδοχικές αναγκαίες επεξεργασίες που υφίστανται οι νιφάδες ινών (δηλαδή ίνες περιορισμένου μήκους, το πολύ 200 250 χιλιοστά) για να μετατραπούν σε ελαστικά και ανθεκτικά νήματα. Το νήμα μπορεί να θεωρηθεί ως κυλινδρικό σύμπλεγμα ινών με… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρομαγνήτης — ο, Ν 1. συν. στον πληθ. οι σιδηρομαγνήτες φυσ. τα σιδηρομαγνητικά υλικά 2. φρ. «φυσικοί σιδηρομαγνήτες» τα ηλεκτρικώς αφόρτιστα υλικά που απαντούν σε φυσική κατάσταση και έχουν την ικανότητα να έλκουν άλλα υλικά, όπως είναι λ.χ. ο μαγνητίτης …   Dictionary of Greek

  • σιδηρομαγνητισμός — Ιδιότητα ορισμένων στερεών σωμάτων να παρουσιάζουν αυτόματη μαγνήτιση και να μαγνητίζονται έντονα, όταν εισάγονται μέσα σ’ ένα μαγνητικό πεδίο. Εκτός από το σίδηρο, στον οποίο διαπιστώθηκε πρώτα η ιδιότητα αυτή και έτσι προήλθε ο όρος σ., σώματα… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»