-
1 ελικτος
поэт. εἱλικτός 3[adj. verb. к ἑλίσσω См. ελισσω]1) извивающийся, клубящийся(δράκων Soph.)
εἱλικτὸν πόδα ἑαυτοῦ κρούειν Eur. — кружиться в пляске2) вьющийся(κισσός Eur.)
3) выгнутый, изогнутый(κύτος Eur.)
βοῦς κεράεσσιν ἑλικταί HH. — криворогие коровы;σύριγξ περὴ χεῖλος ἑλικτά Theocr. — сиринга с выемкой для губ4) свертывающийся в клубок(τὰ ἔντομα Arst.)
5) хитрый, коварный(βουλευτήρια Eur.)
-
2 ελικτός
η, όν винтовой, витой, спиральный;ελικτή κλίμαξ — винтовая лестница
-
3 ειλικτος
-
4 πολυελικτος
-
5 τριελικτος
21) втрое свернувшийся(ὄφις Her.)
2) трижды изгибающийся(Μαιάνδρου ὕδωρ Anth.)
3) втрое сложенный, тройной(θώρακες Anth.)
τριέλικτον νῆμα Anth. — тройная, т.е. спряденная тремя Мойрами нить
См. также в других словарях:
ἑλικτός — rolled masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελικτός — ή, ό (ΑΜ ἑλικτός, ή, όν Α και εἱλικτός, ή, όν) 1. στριφτός, στριφογυριστός 2. περίπλοκος, σκοτεινός, ασαφής αρχ. (για χορευτή) αυτός που κάνει στροφές … Dictionary of Greek
ἑλικτά — ἑλικτός rolled neut nom/voc/acc pl ἑλικτά̱ , ἑλικτός rolled fem nom/voc/acc dual ἑλικτά̱ , ἑλικτός rolled fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικτῶν — ἑλικτός rolled fem gen pl ἑλικτός rolled masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικτόν — ἑλικτός rolled masc acc sg ἑλικτός rolled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικταῖς — ἑλικτός rolled fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικτοῖς — ἑλικτός rolled masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικτοί — ἑλικτός rolled masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικτούς — ἑλικτός rolled masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικτή — ἑλικτός rolled fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικτήν — ἑλικτός rolled fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)