Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἑλικοειδῶς

См. также в других словарях:

  • ἑλικοειδῶς — ἑλικοειδής of winding adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατειλυσπώμαι — κατειλυσπῶμαι, άομαι (Α) κατέρχομαι στριφογυρίζοντας, κινούμαι ελικοειδώς προς τα κάτω («κατέλαβον... τὴν δ ἐκ τροχιλίας κατειλυσπωμένην», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + (ε)ἰλυσπῶμαι «κινούμαι ελικοειδώς»] …   Dictionary of Greek

  • ούλος — (I) η, ο (Α επικ και ιων. τ. οὖλος, η, ον) βλ. όλος νεοελλ. φρ. «είναι με τα ούλα του» δεν τού λείπει τίποτε, είναι τέλειος. (II) η, ο (ΑΜ οὖλος, η, ον) (για τρίχες) σγουρός, κατσαρός («οἱ ἐκ τῆς Λιβύης οὐλότατον τρίχωμα έχουσι πάντων ἀνθρώπων»,… …   Dictionary of Greek

  • Δραβίδες — Σύνολο προάριων πληθυσμών, που σήμερα κατοικούν στη νότια Ινδία και υπερβαίνουν τα διακόσια εκατομμύρια. Η ονομασία δόθηκε από τους Ινδοϊρανούς εισβολείς (Αρίους) στον λαό στην ανατολική παράκτια περιοχή του Ντεκάν και αργότερα επεκτάθηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • έλιξ — ἕλιξ, ο, η (Α) 1. στριμμένος ελικοειδώς 2. (για βόδι) αυτός που έχει στριφτά κέρατα ή ο ειλίπους 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἕλιξ το βόδι 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἕλιξ βλ. έλικας …   Dictionary of Greek

  • ελελίζω — (I) ἐλελίζω (Α) 1. περιστρέφω 2. (για στρατό) αναγκάζω να στραφεί και ν αντιμετωπίσει τον εχθρό 3. (για φίδι) κινούμαι ελικοειδώς, περιτυλίσσομαι 4. σείω, τραντάζω 5. παθ. σείομαι, τρέμω 6. (για μουσικό όργανο) χτυπώ τις χορδές. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… …   Dictionary of Greek

  • ελικηδόν — (Α ἑλικηδόν) επίρρ. 1. ελικοειδώς, σπειροειδώς 2. φρ. «ελικηδόν γραφή» είδος αρχαίας γραφής (τα γράμματα γράφονται έτσι ώστε να σχηματίζεται ελικοειδής γραμμή που διαβάζεται από την περιφέρεια προς το κέντρο) …   Dictionary of Greek

  • ελικοδρόμος — ἑλικοδρόμος, ον (Α) 1. αυτός που τρέχει ελικοειδώς 2. κυκλικός …   Dictionary of Greek

  • ελικοστρεφής — ές ο στραμμένος ελικοειδώς …   Dictionary of Greek

  • ελικτίτης — ο (γεωμορφ.) μορφή σταλακτίτη που αναπτύσσεται στα τοιχώματα, στα δάπεδα και στις οροφές τών σπηλαίων με την μορφή ελικοειδώς διακλαδιζόμενης δομής …   Dictionary of Greek

  • ελικόκερκος — ον αυτός που έχει ουρά ελικοειδώς στραμμένη προς τα μέσα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»