Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἑλέπτολις

См. также в других словарях:

  • ελέπτολις — η βλ. ελέπολις …   Dictionary of Greek

  • ἑλέπτολις — ἑλέπολις city destroying fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελέπολις — Πολιορκητική μηχανή που επινόησε πρώτος ο Δημήτριος ο Πολιορκητής (τέλη 4ου αι. π.Χ.) και χρησιμοποιήθηκε αργότερα από τους Ρωμαίους, τους Βυζαντινούς, τους Άραβες κ.ά. Απαρτιζόταν από έναν πολυώροφο ξύλινο πύργο τετραγωνικής κάτοψης, με ύψος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»