-
1 ἑκατόμ-βοιος
ἑκατόμ-βοιος, hundert Rinder werth; τεύχεα Il. 6, 236, nach Eust. hundert Goldstücke werth, die mit einem Rinde geprägt sind, vgl. Plut. Thes. 25.
-
2 ἑκατόμβοιος
ἑκᾰτόμ-βοιος, ονA, (βοῦς)
worth a hundred oxen,Il.
2.449, etc.: expld. as worth 100 pieces of money, the ancient coins being stamped with an ox, Eust.252.18, EM320.47.II ἑκατόμβοια (sc. ἱερά), τά, festival at which hecatombs were offered, SIG 36.36 (Delph., V B.C.), 82.6 (Delph., V B.C.), BCH29.243 ([place name] Delos), IG 5(2).142 ([place name] Tegea), Str.8.4.11 codd.: dat. Ἑκατομβούοις (sic) Schwyzer 91.19 ([place name] Argos).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατόμβοιος
-
3 ἑκατόμβοιος
ἑκατόμ - βοιος: worth a hundred oxen; ‘the value of a hundred oxen,’ ἑκατόμβοιον, Il. 21.79. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἑκατόμβοιος
-
4 ἑκατόμβοιος
ἑκατόμ-βοιος, hundert Rinder wert; hundert Goldstücke wert, die mit einem Rinde geprägt sind -
5 εκατομβοιος
См. также в других словарях:
πρωτόβοιος — ον, Α (κυρίως φρ.) «πρωτόβοιος δωδεκῄς» θυσία 12 ζώων με πρώτο στη σειρά ένα βόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + βοιος (< βοῦς, βοός), πρβλ. εκατόμ βοιος, εννεά βοιος] … Dictionary of Greek
επτάβοιος — ἑπτάβοιος, ον (Α) επταβόειος* («ἑπτάβοιον ἄρρηκτον σάκος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επτά + * βο(F)ιος (πρβλ. σανσκρ. gavya «βούτυρο». Παλαιότερος τ. τού επιθέτου βόειος (< βους). Απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. εννεά βοιος, εκατόμ βοιος)] … Dictionary of Greek
εχέβοιον — ἐχέβοιον, τὸ (Α) ο ιμάντας που προσδένεται στον ζυγό τού αρότρου, το μεσάβοιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + βοιος, ον (< *βόFιος), τ. στον οποίο απαντά ως β συνθετικό η λ. βους πρβλ. αλφεσί βοιος, εκατόμ βιος] … Dictionary of Greek