-
1 ἑκατοντάπολις
A v. ἑκατόμπολις.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατοντάπολις
-
2 ἑκατόμπολις
ἑκᾰτόμ-πολις, ι,A with a hundred cities,Κρήτη Il.2.649
; of Laconia, Str.8.4.11 :—also [full] ἑκᾰτοντάπολις [pron. full] [τᾰ],Κρήτη Id.10.4.15
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατόμπολις
См. также в других словарях:
εκατοντάπολις — ἑκατοντάπολις, ι (Α) η εκατόμπολις* … Dictionary of Greek
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek