-
1 ἑκτημόριοι
ἑκτημόρ-ιοι, οἱ,A = ἕκτα τῶν γινομένων τελοῦντες, those who paid a sixth (or five-sixths) of the produce as rent, Plu.Sol.13:—also [full] ἑκτήμοροι, Arist.Ath.2.2.II ἑκτημόριον, τό, a sixth part, S.E.M.10.140, Protag.Nicae. ap. Heph.Astr.3.30.III ἑκτήμορος (sc. κύαθος), ὁ, a liquid measure, Herod.1.80.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκτημόριοι
См. также в других словарях:
εκτήμορος — ἑκτήμορος, ον (Α) διάφ. τύπ. τού ἑκτημόριος ἑκτήμορος (ενν. κύαθος) ποτήρι, σκεύος μέτρο υγρών … Dictionary of Greek