-
1 ἑκούσιος
ἑκούσιος, α, ον, auch 2 End., Thuc. 6, 44 u. sonst, freiwillig; von Menschen, ἥμαρτεν οὐχ ἑκουσία Soph. Tr. 1113, wie Phil. 613; παῖς ἑκουσία Plat. Legg. XI, 925 a; ἑκούσιος ἀπέϑανε Thuc. 1, 138; von Handlungen, die freiwillig gethan werden; τὰ ἑκούσια Xen. Mem. 2, 1, 18; ἑκούσιοι βλάβαι Soph. Phil. 1302; φυγή Eur. Suppl. 151; ἡ στρατεία Thuc. 7, 57; βίαιοι ἢ ἑκούσιαι πράξεις Plat. Rep. X, 603 c; ἀκούσιά τε καὶ ἑκούσια ἀδικήματα Legg. IX, 860 e; τὸ ἑκούσιον, der freie Wille, ibd.; – ἐξ ἑκουσίας (sc. γνώμης) σφαλείς, freiwillig, Soph. Tr. 724; so ἑκουσίᾳ πλημμελεῖν Dem. 21, 42, wo Bekker ἑκουσίως schreibt; καϑ' ἑκουσίαν ἢ πάνυ γε ἀνάγκῃ Thuc. 8, 27; ἑκουσίῳ τρόπῳ Eur. Med. 751; – ἑκούσιόν ἐστί μοι, c. inf., ich bin bereit zu, D. Hal. 10, 27. – Adv. ἑκουσίως, Eur. Tr. 1037 u. A.
-
2 ἀπο-δίδωμι
ἀπο-δίδωμι (s. δίδωμι), 1) abgeben, das, wozu man verpflichtet ist, was man schuldig ist ( Eustath. χρεωστικῶς δίδωμι – δίδομεν ἑκουσίως, ἀποδίδομεν ἀκουσίως), abtragen, zurückgeben, ausliefern, κούρην πατρί Il. 1, 98, vgl. 134; 3, 285; τοκεῦσι ϑρέπτρα 4, 478; Od. 22, 58. 61; Iliad. 9, 387 πρίν γ' ἀπὸ πᾶσαν ἐμοὶ δόμεναι ϑυμαλγέα λώβην, bis er abgebüßt hat; τὸ μόρσιμον ἀπέδωκε, er hat die Schuld der Natur bezahlt, Pind. N. 7, 44. Ebenso Soph. Phil. 912; u. in Prosa, τὰ ὀφειλόμενα Plat. Rep. I, 332 a; τὸ προςῆκον ἑκάστῳ Crat. 430 e; Soph. 235 e; τὴν ἀξίαν χάριν Phaedr. 231 b; u. so öfter χάριν ἀποδ., Dank abstatten; ἐπιστολήν, abgeben, Xen. Cyr. 4, 5, 34; ὑπόσχεσιν, εὐχάς, Mem. 2, 2, 10; Plut. Pomp. 71; τὸ πάτριον πολίτευμα, herstellen, Pol. 2, 70. – 2) übh. übergeben, zueignen, ὄνομά τινι Plat. Theaet. 186 d; τὴν ἀρχήν τινι Gorg. 471 b; εἰς τὴν βουλὴν περί τινος, die Entscheidung dem Senat übergeben, Lys. 22, 2; ᾡτινι ἀποδέδοται δικάζειν 12, 30 u. öfter bei Rednern; ἑαυτὸν ἀρχιϑέωρον τῇ βουλῇ Din. 1, 82; anheimstellen, ὁ νόμος ἀπέδωκε κολάζειν Dem. 23, 56; vgl. 2, 30; – νόμους, bekannt machen, Xen. Lac. 8, 5. – 3) auseinandersetzen, vortragen, λόγον, διήγησιν u. ä., Pol. 4, 2. 5, 98; so τὴν εὐδαιμονίαν οὐχ ὁμοίως ἀποδιδόασιν, erklären, Arist. Eth. 1, 3; τὴν περίμετρον τῆς νήσου, angeben, Pol. 34, 5, u. öfter wie Sp. Auch benennen, Ath. XI, 495 c. – 4) Med., hingeben, ἐλπίδας πολλοῦ Plat. Phaed. 98 a; verkaufen, bes. im aor., Her. 1, 70 u. sonst; Ar. Ach. 782 u. öfter; Ar. Ran. 1235, wo ἀπόδου = ἀποπρίω, ablaufen, erkl. wird, ist v. l. ἀπόδος, was auch der Schol. erkl.; Plat. z. B. Rep. I, 333 b u. Folgde. Dah. τὴν δεκάτην, verpachten, Dem. Lept. 60, vgl. Wolf zu dieser Stelle; Thuc. 6, 62 braucht auch so das act. – Bei Ar. H. A. 1, 18 ist es intrans., αἱ ὁμοιότητες διὰ πολλῶν γενεῶν ἀποδιδόασιν, kehrenwieder.
-
3 ἀνθ-ησσάομαι
ἀνθ-ησσάομαι, dagegen unterliegen, Thuc. 4, 19 τοῖς ἑκουσίως ἐνδοῠσι, denen, die zuerst aus freien Stücken nachgegeben haben, ebenfalls nachgeben.
См. также в других словарях:
ἑκουσίως — ἑκούσιος voluntary adverbial ἑκούσιος voluntary masc acc pl (doric) ἑκούσιος voluntary adverbial ἑκούσιος voluntary masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
волѧ — ВОЛ|Ѧ (1161), Ѣ ( Ѧ) с. 1.Воля, как психическая способность, выражающаяся в действиях, поступках: прѣдаж тѣло своѥ наготу. волю на попьраниѥ. оутробоу на постъ. Изб 1076, 35; акы халевъ iс(с)ви. вьсю свою ѡ(т)сѣкъ волю. и боудеши акы ч(с)тыи… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
προαιρετικός — ή, ό / προαιρετικός, ή, όν, ΝΜΑ [προαιροῡμαι] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προαίρεση, αυτός που γίνεται κατά προαίρεση, σύμφωνα με την ελεύθερη βούληση κάποιου, εκούσιος, θεληματικός («προαιρετική εισφορά») αρχ. 1. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
волею — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (ἑκουσίως) произвольно, добровольно … Словарь церковнославянского языка
вольныи — (178) пр. 1.Действующий по собственной воле: и почаша Володимерци молвити. мы ѥсмы волна˫а кнѩзѩ при˫али к собѣ. и кр(с)тъ цѣловали на всемь. а си ˫ако не свою волость творита. ЛЛ 1377, 126 об. (1176); то же ЛИ ок. 1425, 24 (1175); что ѥсть жена … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εκοντήν — ἐκοντήν (AM) επίρρ. εκουσίως … Dictionary of Greek
εκοντί — ἑκοντί (Α) επίρρ. εκουσίως … Dictionary of Greek
εκόντως — ἑκόντως (AM) επίρρ. εκουσίως … Dictionary of Greek
ευεπίφορος — εὐεπίφορος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που εύκολα κλίνει προς κάτι ή παρασύρεται σε κάτι («εὐεπίφορος πρὸς τὴν ἀσέλγειαν») 2. αυτός που οδηγεί κάπου με ευκολία («εὐεπίφορος ὁδὸς ἐπὶ τινα», Διον. Αλ.). επίρρ... εὐεπιφόρως 1. με ευχαρίστηση, με ευκολία… … Dictionary of Greek
θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek
θελητός — θελητός, ή, όν (AM) [θέλω] επιθυμητός μσν. το ουδ. ως ουσ. τό θελητόν η επιθυμία, το θέλημα. επίρρ... θελητῶς (Α) εκουσίως, θεληματικά … Dictionary of Greek