-
1 εκατογχειρος
-
2 εκατογχειρ
- χειρος adj. Plut. = ἑκατόγχειρος См. εκατογχειρος -
3 εκατονταχειρ
См. также в других словарях:
ἑκατόγχειρος — hundred handed masc/fem gen sg ἑκατόγχειρος hundred handed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκατογχείρων — ἑκατόγχειρος hundred handed masc/fem gen pl ἑκατόγχειρος hundred handed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκατόγχειρα — ἑκατόγχειρος hundred handed masc/fem acc sg ἑκατόγχειρος hundred handed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκατόγχειρον — ἑκατόγχειρος hundred handed masc/fem acc sg ἑκατόγχειρος hundred handed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκατογχείρου — ἑκατόγχειρος hundred handed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκατόγχειρ — ἑκατόγχειρος hundred handed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκατόγχειρας — ἑκατόγχειρος hundred handed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκατόγχειρες — ἑκατόγχειρος hundred handed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκατόγχειρ — και εκατόγχειρος, ο, η (AM ἑκατόγχειρος, ον και ἑκατόγχειρ, ο, η) αυτός που έχει εκατό χέρια … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek