-
1 ἑκατό-ζυγος
ἑκατό-ζυγος, mit hundert Ruderbänken, Il. 20, 247.
-
2 ἑκατόζυγος
ἑκατό-ζυγος: with a hundred benches, νηῦς, an hyperbole, Il. 20.247†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἑκατόζυγος
-
3 ἑκατόζυγος
-
4 εκατοζυγος
См. также в других словарях:
τρίζυγος — ον, Α 1. αυτός που έχει συζευχθεί με άλλους δύο 2. τριπλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ζυγόν / ζυγός (πρβλ. ἑκατό ζυγος)] … Dictionary of Greek
ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek