-
1 εκατοντοργυιος
-
2 ἑκατοντόργυιος
ἑκᾰτοντ-όργυιος, ον, 100Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατοντόργυιος
-
3 ἑκατοντόργυιος
-
4 εκατοντορογυιος
-
5 εκατοντόργυιον
ἑκατοντόργυιοςfathoms high: masc /fem acc sgἑκατοντόργυιοςfathoms high: neut nom /voc /acc sg -
6 ἑκατοντόργυιον
ἑκατοντόργυιοςfathoms high: masc /fem acc sgἑκατοντόργυιοςfathoms high: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
ἑκατοντόργυιον — ἑκατοντόργυιος fathoms high masc/fem acc sg ἑκατοντόργυιος fathoms high neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)