-
1 εκατοντάρχω
-
2 ἑκατοντάρχῳ
См. также в других словарях:
ἑκατοντάρχῳ — ἑκατόνταρχος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εκατοντάρχω
2 ἑκατοντάρχῳ
ἑκατοντάρχῳ — ἑκατόνταρχος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)