-
1 εκατοντάδραχμος
-
2 ἑκατοντάδραχμος
-
3 εκατοντάδραχμος
ος, ον стодрахмовый;εκατοντάδραχμοι ομολογίαι — облигации стоимостью в сто драхм каждая
-
4 ἑκατοντάδραχμος
ἑκᾰτοντά-δραχμος, ον,A weighing a hundred drachms, Gal. 13.491.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατοντάδραχμος
-
5 ἑκατοντάδραχμος
См. также в других словарях:
ἑκατοντάδραχμος — weighing a hundred drachms masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκατοντάδραχμος — η, ο (AM ἑκατοντάδραχμος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που αξίζει εκατό δραχμές («εκατοντάδραχμη μετοχή») 2. το ουδ. ως ουσ. το εκατοντάδραχμο νόμισμα αξίας εκατό δραχμών, (ε)κατοστάρικο αρχ. αυτός που ζυγίζει εκατό δραχμές … Dictionary of Greek
εκατοντάδραχμος — η, ο 1. που είχε, παλαιότερα, αξία εκατό δραχμών: Εκατοντάδραχμος λαχνός. 2. το ουδ. ως ουσ., εκατοντάδραχμο παλαιότερο νόμισμα εκατό δραχμών, το (ε)κατοστάρικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)