-
1 ἑκατοντακάρηνος
A hundred-headed, Pi. P.1.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατοντακάρηνος
-
2 ἑκατοντάχειρ
A = ἑκατόγχειρ, Plu.2.478f(as v.l.), Jul. Ep. 180: also [suff] ἑκᾰτοντά-χειρος, ον, Hsch. s.v. Βριάρεῳ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατοντάχειρ
-
3 ἑκατοντάχοος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατοντάχοος
-
4 ἑκατοντάβιβλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατοντάβιβλος
-
5 ἑκατονταγράμματος
ἑκᾰτοντα-γράμμᾰτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατονταγράμματος
-
6 ἑκατονταδόχος
ἑκᾰτοντα-δόχος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατονταδόχος
-
7 ἑκατοντάδραχμος
ἑκᾰτοντά-δραχμος, ον,A weighing a hundred drachms, Gal. 13.491.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατοντάδραχμος
-
8 ἑκατονταεβδομήκονταπλασίων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατονταεβδομήκονταπλασίων
-
9 ἑκατονταετηρίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατονταετηρίς
-
10 ἑκατονταέτηρος
ἑκᾰτοντα-έτηρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατονταέτηρος
-
11 ἑκατονταέτης
ἑκᾰτοντα-έτης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατονταέτης
-
12 ἑκατονταετία
ἑκᾰτοντα-ετία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατονταετία
-
13 ἑκατονταθύσανος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατονταθύσανος
-
14 ἑκατοντακέφαλος
ἑκᾰτοντα-κέφᾰλος, ον, = foreg.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατοντακέφαλος
-
15 ἑκατοντακικαιεικοσάκι
A times, Ptol.Alm.5.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατοντακικαιεικοσάκι
-
16 ἑκατόντακις
ἑκᾰτόντα-κις, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατόντακις
-
17 ἑκατοντάκλινος
ἑκᾰτοντά-κλῑνος, ον,A with 100 couches, with room for 100 couches, of a room, Charesap.Ath.12.538c, D.S.17.16, J.BJ5.4.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατοντάκλινος
-
18 ἑκατοντακρήπις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατοντακρήπις
-
19 ἑκατοντάμαχος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατοντάμαχος
-
20 ἑκατοντάμιγμα
A a compound remedy, Gal.14.152.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατοντάμιγμα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αλλοτροπία — Ιδιότητα που έχουν ορισμένες ουσίες να παρουσιάζονται με διάφορες μορφές ανάλογα με τις συνθήκες θερμοκρασίας ή πίεσης στις οποίες βρίσκονται. Οι μορφές αυτές παρουσιάζουν διαφορετική φυσική και χημική συμπεριφορά, σε ειδικές όμως περιπτώσεις… … Dictionary of Greek
ποσαπλάσιος — α, ο / ποσαπλάσιος, ία, ον, ΝΜΑ πόσο μεγαλύτερος, πόσο περισσότερος («ἀλλὰ ποσαπλάσιον, τετραπλάσιον», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + πλάσιος*, κατά το πολλαπλάσιος και τα ανάλογ. αριθμητικά σε πλάσιος (πρβλ. πεντα πλάσιος, εκατοντα πλάσιος)] … Dictionary of Greek
εκατό — οι, τα άκλ. αριθμ. απόλ. 1. δηλώνει ποσότητα δέκα δεκάδων (10 x 10 = 100). 2. σε φράσεις που δηλώνουν χρόνο χρησιμοποιείται συχνά στη θέση του τακτ. αριθμ. εκατοστός: Ο παππούς κοντεύει τα εκατό (το εκατοστό έτος της ηλικίας του). – Το εκατό μ.Χ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)