-
1 εκατονταετης
-
2 εκατονταετής
-
3 ἑκατονταετής
-
4 ἑκατονταετής
ἑκατονταετής, ές (so rightly L., W-H. [s. B-D-F §13; Lob., Phryn. p. 406f]; mostly [all oth. edd.] accented ἑκατονταέτης) a hundred years old (since Pind., P. 4, 502; Gen 17:17; Philo, Mut. Nom. 1) ἑ. που ὑπάρχων about 100 yrs. old Ro 4:19.—DELG s.v. ἑκατόν.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἑκατονταετής
-
5 ἑκατονταετής
1 of a hundred yearsἑκατονταετεῖ βιοτᾷ P. 4.282
-
6 εκατονταετής
-
7 ἑκατονταετής
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἑκατονταετής
-
8 εκατονταετής
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > εκατονταετής
-
9 ἑκατονταετής
столетний.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἑκατονταετής
-
10 ἑκατονταετής
-ής,-ές + A 1-0-0-0-0=1 Gn 17,17 -
11 ἑκατονταέτης
ἑκᾰτοντα-έτης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατονταέτης
-
12 εκατονταετή
ἑκατονταετήςneut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἑκατονταετήςmasc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἑκατονταετήςmasc /fem acc sg (attic epic doric) -
13 ἑκατονταετῆ
ἑκατονταετήςneut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἑκατονταετήςmasc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἑκατονταετήςmasc /fem acc sg (attic epic doric) -
14 εκατοντουτης
-
15 столетний
-
16 εκατονταετεί
ἑκατονταετήςmasc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)ἑκατονταετήςmasc /fem /neut dat sg -
17 ἑκατονταετεῖ
ἑκατονταετήςmasc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)ἑκατονταετήςmasc /fem /neut dat sg -
18 εκατονταετείς
-
19 ἑκατονταετεῖς
-
20 столетний
-яя, -ееεπ.1. εκατονταετής,εκατοντάχρονος•-яя воина εκατονταετής πόλεμος.
2. (για ηλικία) εκατόχρονος•столетний старик ο εκατόχρονος γέρος•
столетний дуб εκατόχρονη βαλανιδιά.
3. της εκατονταετηρίδας.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἑκατονταετής — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκατονταετής — ές (θηλ. και εκατονταέτις) (AM ἑκατονταετής, ές) 1. εκατόχρονος, αυτός που έχει διάρκεια εκατό χρόνων 2. (για πρόσωπα) ο εκατοντούτης μσν. νεοελλ. φρ. «εκατονταετής πόλεμος» ο πόλεμος μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας (1338 1453) που είχε διάρκεια εκατό … Dictionary of Greek
εκατονταετής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. που έχει ηλικία ή διάρκεια εκατό ετών, ο εκατόχρονος. 2. το αρσ. ως ουσ., εκατονταετής ο πόλεμος μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας, που διάρκεσε περισσότερο από εκατό χρόνια (1337 1453) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Εκατονταετής πόλεμος — Πόλεμος μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας, που διήρκεσε από το 1337 έως το 1453, με περιόδους ανακωχής, ορισμένες από τις οποίες είχαν αρκετά μεγάλη χρονική διάρκεια. Είχε χαρακτήρα δυναστικό, εθνικό και οικονομικό. Ξέσπασε με τον θάνατο του Καρόλου Δ’ … Dictionary of Greek
ἑκατονταετῆ — ἑκατονταετής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἑκατονταετής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἑκατονταετής masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκατονταετεῖ — ἑκατονταετής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἑκατονταετής masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκατονταετεῖς — ἑκατονταετής masc/fem acc pl ἑκατονταετής masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… … Dictionary of Greek
εκατονταέτις — η βλ. εκατονταετής … Dictionary of Greek
εκατόχρονος — η, ο 1. ο εκατονταετής, αυτός που είναι κατασκευασμένος ή υπάρχει από εκατό χρόνια 2. ο πολύ παλιός 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εκατόχρονα η εκατονταετηρίδα («τα εκατόχρονα τού Σολωμού») … Dictionary of Greek