-
1 εκατονταπλασίων
ἑκατονταπλάσιοςmasc /fem /neut gen plἑκατονταπλασίωνa hundred times as much: masc /fem nom comp sg -
2 ἑκατονταπλασίων
ἑκατονταπλάσιοςmasc /fem /neut gen plἑκατονταπλασίωνa hundred times as much: masc /fem nom comp sg -
3 εκατονταπλασιων
-
4 ἑκατονταπλασίων
ἑκατονταπλασίων, ον (ἑκατόν ±πλασιών) a hundred times as much, a hundredfold (X., Oec. 2, 3; 2 Km 24:3; GrBar 15:2.—Neut. pl. as adv. Strabo 3, 1, 5) Lk 8:8. ἑκατονταπλασίονα λαμβάνειν (Georg. Mon. 678, 60 ἔλαβον τὸ χρέος ἑκατονταπλασίονα) Mt 19:29; Mk 10:30; Lk 18:30 v.l. (s. JLebreton, RSR 20, 1930, 42–44).—S. DELG s.v. -πλάσιος.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἑκατονταπλασίων
-
5 ἑκατονταπλασίων
{прил., 3}стократный, сторицей, сторицею воздать.Ссылки: Мф. 19:29; Мк. 10:30; Лк. 8:8.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἑκατονταπλασίων
-
6 εκατονταπλασίων
{прил., 3}стократный, сторицей, сторицею воздать.Ссылки: Мф. 19:29; Мк. 10:30; Лк. 8:8.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > εκατονταπλασίων
-
7 ἑκατονταπλασίων
стократный, сторицей. сторицею (воздать).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἑκατονταπλασίων
-
8 ἑκατονταπλασίων
-ων,-ον + A 0-1-0-0-0=1 2 Sm 24,3 -
9 ἑκατονταπλασίων
A a hundred times as much or many, c. gen., X.Oec.2.3 : without gen., a hundredfold, LXX 2 Ki.24.8;καρπός Ev.Luc.8.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατονταπλασίων
-
10 ἑκατονταπλασίων
ἑκατοντα-πλασίων, ον, hundertfach, hundertmal soviel -
11 εκατονταπλασίω
ἑκατονταπλάσιοςmasc /fem /neut nom /voc /acc dualἑκατονταπλάσιοςmasc /fem /neut gen sg (doric aeolic)ἑκατονταπλασίωνa hundred times as much: neut acc comp plἑκατονταπλασίωνa hundred times as much: neut nom comp plἑκατονταπλασίωνa hundred times as much: masc /fem acc comp sg——————ἑκατονταπλάσιοςmasc /fem /neut dat sg -
12 εκατονταπλασίον
ἑκατονταπλασίωνa hundred times as much: masc /fem voc comp sgἑκατονταπλασίωνa hundred times as much: neut nom /voc /acc comp sg -
13 ἑκατονταπλασίον
ἑκατονταπλασίωνa hundred times as much: masc /fem voc comp sgἑκατονταπλασίωνa hundred times as much: neut nom /voc /acc comp sg -
14 εκατονταπλασίονα
ἑκατονταπλασίωνa hundred times as much: neut nom /voc /acc comp plἑκατονταπλασίωνa hundred times as much: masc /fem acc comp sg -
15 ἑκατονταπλασίονα
ἑκατονταπλασίωνa hundred times as much: neut nom /voc /acc comp plἑκατονταπλασίωνa hundred times as much: masc /fem acc comp sg -
16 εκατονταπλασιόνων
-
17 ἑκατονταπλασιόνων
-
18 εκατονταπλασίονας
-
19 ἑκατονταπλασίονας
-
20 1542
{прил., 3}стократный, сторицей, сторицею воздать.Ссылки: Мф. 19:29; Мк. 10:30; Лк. 8:8.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1542
См. также в других словарях:
ἑκατονταπλασίων — ἑκατονταπλάσιος masc/fem/neut gen pl ἑκατονταπλασίων a hundred times as much masc/fem nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκατονταπλασίον — ἑκατονταπλασίων a hundred times as much masc/fem voc comp sg ἑκατονταπλασίων a hundred times as much neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκατονταπλασίονα — ἑκατονταπλασίων a hundred times as much neut nom/voc/acc comp pl ἑκατονταπλασίων a hundred times as much masc/fem acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκατονταπλασιόνων — ἑκατονταπλασίων a hundred times as much gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκατονταπλασίονας — ἑκατονταπλασίων a hundred times as much masc/fem acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκατονταπλασίω — ἑκατονταπλάσιος masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἑκατονταπλάσιος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἑκατονταπλασίων a hundred times as much neut acc comp pl ἑκατονταπλασίων a hundred times as much neut nom comp pl ἑκατονταπλασίων a hundred times… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
сторица — [обычно в выражении: сторицей (получить, воздать)], др. русск., ст. слав. съторица ἑκατονταπλασίων (Мар., Зогр.). Образовано от сто (см.); ср. Дильс, Aksl. Gr. 220 и сл.; Бругман, Grdr. 2, 2, 77. Относительно форманта ср. лит. šimteriopas ста… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
μυριονταπλασίων — μυριονταπλασίων, ον (Α) 1. μυριονταπλάσιος*, δέκα χιλιάδες φορές μεγαλύτερος από κάποιον 2. ασύγκριτα μεγαλύτερος από κάποιον. επίρρ... μυριονταπλασίως (Α) μυριοπλασίως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυριονταπλάσιος + κατάλ. ίων (πρβλ. εκατονταπλασίων)] … Dictionary of Greek
μυριοπλασίων — μυριοπλασίων, ον (ΑΜ) ο άπειρες φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος από κάποιον αρχ. αυτός που είναι δέκα χιλιάδες φορές τόσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυριοπλάσιος + κατάλ. ίων (πρβλ. εκατονταπλασίων)] … Dictionary of Greek