1 εκαστερω
Древнегреческо-русский словарь > εκαστερω
2 εκαστοτερω
Древнегреческо-русский словарь > εκαστοτερω
ἑκαστέρω — ἑκάς afar comp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)