-
1 έδρων
δράωdo: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic)δράωdo: imperf ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) -
2 ἔδρων
δράωdo: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic)δράωdo: imperf ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) -
3 εδρών
ἕδραsitting-place: fem gen plἑδράζωcause to sit: fut part act masc voc sgἑδράζωcause to sit: fut part act neut nom /voc /acc sgἑδράζωcause to sit: fut part act masc nom sg (attic epic ionic) -
4 ἑδρῶν
ἕδραsitting-place: fem gen plἑδράζωcause to sit: fut part act masc voc sgἑδράζωcause to sit: fut part act neut nom /voc /acc sgἑδράζωcause to sit: fut part act masc nom sg (attic epic ionic) -
5 ἀφ-εδρών
-
6 κάδρων
ἔδρων, δράωdo: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic)ἔδρων, δράωdo: imperf ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) -
7 κἄδρων
ἔδρων, δράωdo: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic)ἔδρων, δράωdo: imperf ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) -
8 περαίτερος
περαίτερος, compar. von πέρα, darüber hinaus; ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι, Pind. Ol. 9, 113, weiter führende Wege, περαίτερον ἄλλων, 8, 63, Aesch. im adv., μή πού τι προὔβης τῶνδε καὶ περαιτέρω; Prom. 247; vgl. Soph. Trach. 944; ὡς δέδοικα, μὴ περαιτέρω πεπραγμέν' ᾖ μ οι πάνϑ' ὅσ' ἀρτίως ἔδρων, ib. 660; ὡς μάϑῃς περαιτέρω Eur. Phoen. 1681; ἓν τοῠτ' οἶδα κοὐ περαιτέρω, I. T. 247; βουλυτὸς ἢ περαιτέρω, Ar. Av. 1500; u. in Prosa: περαιτέρω προβαίνειν, Plat. Phaedr. 239 d; ἐὰν περαιτέρω τοῠ δέοντος ἐνδιατρίψῃ, länger als nöthig, Gorg. 484 c; Folgde; οὐδὲν περαιτέρω, Pol. 2, 58, 12.
-
9 αφεδρων
-
10 προρρητος
-
11 многогранность
-и θ.ύπαρξη πολλών εδρών (πλευρών)• πολλαπλότητα, πολυμέρεια. -
12 δράω
Aδραῖσι Alc.Supp.27.11
, subj. δρῶ, δρᾷς, δρᾷ, opt. δρῴην, [dialect] Ep.δρώοιμι Od.15.317
; παρα-δρώωσι ib. 324: [tense] impf. ἔδρων: [tense] fut. δράσω: [tense] aor. 1 ἔδρᾱσα, [dialect] Ion.ἔδρησα Thgn.954
: [tense] pf. δέδρᾱκα:—[voice] Pass., [tense] aor. 1 ἐδράσθην, δρασθείς, Th.3.38, 6.53: [tense] pf. δέδρᾱμαι ( δεδρασμένων is f. l. in Id.3.54):—do, accomplish, esp. do some great thing, good or bad (acc. to some δ. was the equiv. [dialect] Dor. Verb for [dialect] Att. πράττειν, Arist.Po. 1448b1), (where the Sch. interprets it διακονοίην, δουλεύοιμι I would serve.., cf. δρήστης); ἄνδρες δραῖσιν ἀτάσθαλοι Alc.
l. c.; opp. πάσχω, freq. in Trag.,εὖ δρῶσαν, εὖ πάσχουσαν A.Eu. 868
;ἄξια δράσας ἄξια πάσχων Id.Ag. 1527
;κακῶς δράσαντες οὐκ ἐλάσσονα πάσχουσι Id.Pers. 813
; of one in extreme perplexity,τί πάθω; τί δὲ δρῶ; Id.Th. 1062
, cf.Ch. 899;δρῶν ἀντιπάσχω χρηστά S.Ph. 584
; prov., "; , cf. S.OT 1272; τά γ' ἔργα μου πεπονθότα.. μᾶλλον ἢ δεδρακότα acts of suffering rather than of doing, Id.OC 267; ὁ δρῶν the doer, whoever he be, A.Ag. 1359, etc.; ὁ δράσας the culprit, Pl.Lg. 879a, cf. S.Tr. 1108;ὁ δεδρακώς Id.OT 246
, D.23.40; used to avoid repetition of a verb, Th.2.49, al.: c. dupl. acc., , cf. OC 854, etc.: with Adv., εὖ, κακῶς δρᾶν τινά, do one a good or ill turn, Thgn.108, S.Aj. 1154;δρᾶν τι εἴς τινα Id.OC 976
; ; πάντα δρᾶν try every way, cj. in E.Hipp. 284; παντὸς εἶχε δρῶντος ἡδονήν was satisfied with the doing, S.OC 1604; τὰ δρώμενα what is doing or being done, ib. 1644, cf. D.C.37.57: sg.,τὸ δρώμενον S.El.40
, Th.5.102; τί δράσω; to express helplessness or despair, S.Aj. 920, etc.; for οἶσθ' οὖν ὃ δρᾶσον; v. Εἴδω fin.2 of things,τουτὶ τί δρᾷ τὸ ποτήριον; Ar.Eq. 237
;ὅπερ ἡ λίθος δρᾷ τὸν σίδηρον Luc.Im.1
: so, generally, to be active,εἰς ἄλληλα πάσχειν καὶ δ. Chrysipp.Stoic.2.135
, cf. Prisc.Lyd.4.10.II offer sacrifice or perform mystical rites,δ. τὰ ἱερά IG12.4
, cf. 188, Ath.14.660a, Paus.1.43.2, Iamb.Myst. 1.21, etc.:—[voice] Pass.,τὰ δρώμενα Gal.UP7.14
, Sopat. in Rh.8.1 W., etc.;τὰ δημοσίᾳ δρώμενα Plu.Num.9
.------------------------------------δράω (B),A = ὁράω, A.D.Adv.139.8, EM287.7. -
13 σθένω
σθένω, used only in [tense] pres. and [tense] impf., Trag. Verb, found also in late [dialect] Ep., and in later Prose, LXX 3 Ma.3.8, Ael.NA11.31: ([etym.] σθένος):—A to have strength or might, be strong or mighty, οὐ γὰρ ἂν σθένοντά γε εἷλέν με in my strength, S.Ph. 947;σθενόντων βραχιόνων E.HF 312
: c. dat. modi, σ. χερί, χειρί, ποσίν, to be strong in hand, in foot, S.El. 998, E. Cyc. 651, Alc. 267 (lyr.); also σ. μάχῃ, χρήμασι, Id.Fr.1048.5, El. 939;σθένοντος ἐν πλούτῳ S.Aj. 488
: freq. with a neut. Adj., μέγα, μεῖζον ς., A.Ag. 938, Pr. 1013; οὐδὲν ς. S.OC 846; ὅσον ς. how strong it is, A. Eu. 619;σ. τοσοῦτον S.Aj. 1062
; ὅσονπερ ἂν ς. Id.El. 946, cf. Tr. 927; εἰς ὅσον ς. Id.Ph. 1403.2 to have power, εἴ τις ἄλλος ἐν πόλει ς. Id.OC 456; πόλις σθένουσα ib. 734; οἱ κάτω σθένοντες they who rule below, the gods below, E.Hec.49.3 of things,σθένουσα λαμπάς A.Ag. 296
;ἀστραπαῖσι λαμπάδων σθένει Id.Fr. 386
.4 c. inf., to have strength or power to do, be able, mostly with a neg. οὐδέπω μακρὰν πτέσθαι ς. S.OT17, cf. A.R.1.62, LXX l.c.; προσβλέπειν γὰρ οὐ ς. S. OT 1486; , cf. 256, 1345, Aj. 165 (anap.), etc.; τὸ σιγᾶν οὐ ς. E.IA 655: with inf. understood,τόδ', εἴπερ ἔσθενον, ἔδρων ἄν S.El. 604
; εἶμι.. ὅποιπερ ἂν ς. Id.Aj. 810, etc.5 c. acc.,βάρος οὐκέτι χεῖρες ἔσθενον AP6.93
(Antip.). -
14 ἀφεδρών
ἀφ-εδρών, Abtritt, Kloake, After
См. также в других словарях:
ἑδρῶν — ἕδρα sitting place fem gen pl ἑδράζω cause to sit fut part act masc voc sg ἑδράζω cause to sit fut part act neut nom/voc/acc sg ἑδράζω cause to sit fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔδρων — δράω do imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic) δράω do imperf ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἄδρων — ἔδρων , δράω do imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic) ἔδρων , δράω do imperf ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκλογές — Με τον όρο αυτό ονομάζεται στο νεότερο συνταγματικό δίκαιο η διαδικασία επιλογής των αντιπροσωπευτικών οργάνων του κράτους και των οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία στηρίζεται στην ψήφο των πολιτών. Η διάδοση του θεσμού των ε.… … Dictionary of Greek
κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
πρίσμα — I Στη γεωμετρία ονομάζεται έτσι κάθε στερεό, που περιορίζεται από τμήματα επιπέδων (έδρες) τέτοια, ώστε δύο από αυτά να είναι πολύγωνα ίσα μεταξύ τους, με τα επίπεδά τους παράλληλα (βάσεις) και τα άλλα παραλληλόγραμμα (παράπλευρες έδρες). Οι… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
μειοψηφία — Η ομάδα των ψηφοφόρων που δεν έχει πετύχει τον αριθμό ψήφων που χρειάζεται για να επιβάλει τη θέλησή της, οποιαδήποτε και αν είναι η συνέλευση ή το εκλογικό σώμα όπου τελείται η ψηφοφορία. Στις πολιτικές ή διοικητικές ψηφοφορίες, μ. καλείται το… … Dictionary of Greek
πιθανότητα — Η θεωρία των πιθανοτήτων είναι ένας αρκετά νέος, σχετικά, κλάδος των μαθηματικών, του οποίου η συμβολή και η σημασία του για τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες, τη βιολογία, τη βλητική, καθώς και για την αντιμετώπιση προβλημάτων στη βιομηχανία… … Dictionary of Greek