Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἑδραιότης

См. также в других словарях:

  • ἑδραιότης — stability fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδραιότητα — ἑδραιότης stability fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδραιότητι — ἑδραιότης stability fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδραιότητος — ἑδραιότης stability fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εδραιότητα — η (AM ἑδραιότης) [εδραίος] σταθερότητα, μονιμότητα αρχ. ακινησία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»