-
1 εδραιότατον
ἑδραῑότατον, ἑδραῖοςsitting: masc acc superl sgἑδραῑότατον, ἑδραῖοςsitting: neut nom /voc /acc superl sgἑδραῑότατον, ἑδραῖοςsitting: masc acc superl sgἑδραῑότατον, ἑδραῖοςsitting: neut nom /voc /acc superl sg -
2 ἑδραιότατον
ἑδραῑότατον, ἑδραῖοςsitting: masc acc superl sgἑδραῑότατον, ἑδραῖοςsitting: neut nom /voc /acc superl sgἑδραῑότατον, ἑδραῖοςsitting: masc acc superl sgἑδραῑότατον, ἑδραῖοςsitting: neut nom /voc /acc superl sg -
3 ἑδραῖος
ἑδραῖος, auch 2 End., sitzend; οἱ πολλοὶ τῶν τὰς τέχνας ἐχόντων ἑδραῖοί εἰσι Xen. Lac. 1, 3; ἑδραῖοι τεχνἷται Poll. 1, 50; vgl. ἑδραῖος βίος, eine sitzende Lebensweise, Crinag. 30 (XI, 42); ἑδραῖοι ἐν πόλει ἀρχαί, Aemter, bei denen man ruhig in der Stadt bleibt, Plat. Rep. III, 407 b; bes. = feststehend, fest, unbeweglich; κάϑησ' ἑδρᾳία Eur. Andr. 266; ἑδραιότατον καὶ σταδαῖον σῶμα Tim. Locr. 98 e; βάσεις Plat. Tim. 59 d; Sp.; – ἑδραίως, ἐπ' ὀχυροῠ βήματος ἑστῶτες, fest, Hdn. 3, 14, 10.
-
4 ἑδραῖος
A sitting, sedentary, of persons or their occupations,ἔργον Hp.Art.53
; ; ἑ. ἀρχαί, opp. στρατεῖαι, Pl. R. 407b;ἑ. βίος AP11.42
(Crin.).II steady, steadfast,κάθησ' ἑδραία Id.Andr. 266
;δεῖ τὴν γυναῖκα ὥσπερ κύβον ἑδραῖον εἶναι Plu.2.288d
, cf.952d;κύβος -ότατον σῶμα Ti.Locr.98c
;ἑ. βάσεις Pl.Ti. 59d
;ἑδραιότατον στοιχεῖον εἶναι τὴν γῆν Heraclit.All.41
;ὂν τὸ πάντων -ότατον Plot.6.2.8
; ἑ. ὕπνος sound sleep, Hp.Epid.6.4.15; of a cup, Ath.11.496a: metaph. in Rhet., firmly based,κατάληξις Demetr.Eloc.19
, cf. Longin.40.4. Adv. - αίως firmly, Ath.Mech.36.10, Hdn.3.14.5; steadily, Procl.Hyp.3.21.2 permanently appointed, PStrassb.40.11 (vi A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑδραῖος
См. также в других словарях:
ἑδραιότατον — ἑδραῑότατον , ἑδραῖος sitting masc acc superl sg ἑδραῑότατον , ἑδραῖος sitting neut nom/voc/acc superl sg ἑδραῑότατον , ἑδραῖος sitting masc acc superl sg ἑδραῑότατον , ἑδραῖος sitting neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύβος — (Γεωμ.). Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες. Ο κ. είναι κανονικό εξάεδρο, οι έδρες του αποτελούν τετράγωνα ίσα μεταξύ τους και οι οκτώ στερεές του γωνίες είναι τρισορθογώνιες. Αν α είναι το μήκος μιας ακμής του, τότε… … Dictionary of Greek