Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἑδραιότατον

См. также в других словарях:

  • ἑδραιότατον — ἑδραῑότατον , ἑδραῖος sitting masc acc superl sg ἑδραῑότατον , ἑδραῖος sitting neut nom/voc/acc superl sg ἑδραῑότατον , ἑδραῖος sitting masc acc superl sg ἑδραῑότατον , ἑδραῖος sitting neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύβος — (Γεωμ.). Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες. Ο κ. είναι κανονικό εξάεδρο, οι έδρες του αποτελούν τετράγωνα ίσα μεταξύ τους και οι οκτώ στερεές του γωνίες είναι τρισορθογώνιες. Αν α είναι το μήκος μιας ακμής του, τότε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»