-
1 εβδομηκοστός
-
2 ἑβδομηκοστός
-
3 ἑβδομηκοστός
ἑβδομηκοστός, der siebzigste, Hippocr.
-
4 ἑβδομηκοστός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑβδομηκοστός
-
5 ἑβδομηκοστός
-
6 εβδομηκοστός
η, ό[ν] семидесятый -
7 εβδομηκοστός
[евдомикостос]Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εβδομηκοστός
-
8 ἑβδομηκοστός
-
9 εβδομηκοστός
[евдомикостос] οφιθμ. επ семидесятый. -
10 εβδομηκοστόν
-
11 ἑβδομηκοστόν
-
12 семидесятый
αριθμ. τακτικό• εβδομηκοστός, ο, η, το εβδομήντα•семидесятый номер ο εβδομηκοστός αριθμός, το εβδομήντα νούμερο•
-ые годы η δεκαετία του εβδομήντα (70 – 79).
-
13 семидесятый
семидесятыйчисл. порядк. ἐβδομηκοστός:\семидесятыйая страница ἡ ἐβδομηκοστή σελίδα· \семидесятыйые годы ὁγδόη δεκαετηρίδα -
14 εβδομηκοστή
-
15 ἑβδομηκοστῇ
-
16 εβδομηκοστήι
-
17 ἑβδομηκοστῆι
-
18 εβδομηκοστής
-
19 ἑβδομηκοστῆς
-
20 εβδομηκοστού
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἑβδομηκοστός — seventieth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εβδομηκοστός — ή, ό (AM ἑβδομηκοστός, ή, όν) 1. αυτός που στην αριθμητική σειρά έχει τη θέση με αριθμό εβδομήντα 2. το ουδ. ως ουσ. το εβδομηκοστό(ν) ένα από τα εβδομήντα ίσα μέρη στα οποία διαιρείται ένα σύνολο … Dictionary of Greek
εβδομηκοστός — ή, ό αριθμ. τακτ. 1. που σε αριθμητική σειρά κατέχει τη θέση που δηλώνει ο αριθμός 70. 2. το ουδ. ως ουσ., εβδομηκοστό ένα από τα εβδομήντα ίσα μέρη στα οποία υποδιαιρείται ένα σύνολο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑβδομηκοστόν — ἑβδομηκοστός seventieth masc acc sg ἑβδομηκοστός seventieth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑβδομηκοστοῦ — ἑβδομηκοστός seventieth masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑβδομηκοστῆς — ἑβδομηκοστός seventieth fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑβδομηκοστῇ — ἑβδομηκοστός seventieth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑβδομηκοστή — ἑβδομηκοστός seventieth fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑβδομηκοστήν — ἑβδομηκοστός seventieth fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑβδομηκοστῷ — ἑβδομηκοστός seventieth masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Griechische Zahlwörter — Griechische Zahlwörter, die zumeist über das Lateinische aus dem Altgriechischen vermittelt wurden, sind wie Präpositionen Wortbestandteil vieler deutscher und internationaler Fach und Lehnwörter. Zur Zahlenschreibung der antiken Griechen siehe… … Deutsch Wikipedia