-
81 ανάπαλσις
(-εως) η1) сотрясение; содрогание; 2) волнообразное движение -
82 αναπέτασις
(-εως) η1) развёртывание (паруса); 2) поднятие, водружение (флага и т. п.) -
83 αναπήνισις
(-εως) η, αναπήνισμός ο наматывание; перематывание -
84 ανάπλευσις
(-εως) η см, ανάπλους -
85 ανάρρηξις
-
86 ανάρρησις
-
87 αναρρίπισις
(-εως) η, αναρρίπισμα τό1) раздувание; 2) перен. раздувание, разжигание (страстей и т. п.) -
88 ανασκολόπισις
-
89 αναστολεύς
(-εως) ο амортизатор; ограничитель; предохранитель; тормоз -
90 ανασύνθεσις
(-εως) η см. ανασυγκρότηση -
91 ανάσχεσις
(-εως) η1) сдерживание, обуздывание; останавливание, торможение; 2) заградительный огонь -
92 ανάσωσις
(-εως) η ανάσωσμός ο спасение -
93 ανάταξις
(-εως) η1) помещение чего-л. на место; 2) мед. вправление (кости, грыжи и т. п.); 3) фин. перевод в новую налоговую категорию -
94 ανάτριψις
(-εως) η массаж, массирование -
95 ανατροπεύς
(-εως) ο1) ниспровергатель; разрушитель; 2) участник переворота -
96 αναφλογεύς
(-εως) ο см. αναφλεκτήρας -
97 ανάχυσις
-
98 ανάψυξις
(-εως) η1) охлаждение; 2) освежение -
99 ανέλκωσις
(-εως) η изъязвление, образование язвы -
100 ανθρακεύς
См. также в других словарях:
ἕως — indeclform (conj) ἠώς dawn fem acc pl (attic) ἠώς dawn fem nom/voc pl (attic doric aeolic) ἠώς dawn fem gen sg (attic doric aeolic) ἠώς dawn fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για … Dictionary of Greek
έως — πρόθ., ίσαμε, ως … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐῷς — ἐάω suffer pres opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑώς — ἑός his masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πήχυς — εως, ο / πῆχυς, εως και εος, ΝΜΑ, και πήχη, η, ΝΜ, και πήχης, ο, και πήχυ ή πήχι, ιού, το, Ν, αιολ. τ. πᾱχυς, ὁ, Α το αντιβράχιο, το τμήμα τού χεριού που περιλαμβάνεται από τον αγκώνα έως τον καρπό, έως την πηχεοκαρπική άρθρωση νεοελλ. αρχ. ο… … Dictionary of Greek
στόμις — εως, ὁ, Α (για ίππο) ατίθασος, σκληρόστομος, αυτός που δεν δέχεται το χαλινάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + επίθημα ις, εως (πρβλ. γάστρ ις, εως)] … Dictionary of Greek
Φωκαιεύς — έως, ο, ΝΑ, και αττ. τ. Φωκαεύς, έως, Α ο κάτοικος τής Φώκαιας, πόλης τής Μικράς Ασίας αρχ. (με σημ. επιθ.) αυτός που προέρχεται από την παραπάνω πόλη, φωκαϊκός («λαβὼν τριακόσιους στατῆρας Φωκαεῑς», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Φώκαια + κατάλ. εύς*] … Dictionary of Greek
μάλις — εως και μάλη, η (AM μᾱλις, ιος) λοιμώδης μεταδοτική νόσος που προσβάλλει κυρίως τα ιπποειδή, αλλά μπορεί να μεταδοθεί και στον άνθρωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παρά τον τ. μάλις, εως μαρτυρείται και τ. μᾱλίς / μηλίς*, ίδος. Και τα δύο δηλώνουν… … Dictionary of Greek
Αιολεύς — ( έως), ο (Α Αἰολεύς) 1. ο κάτοικος τής Αιολίδος 2. ο κάτοικος τής Αιόλης 3. αυτός που ανήκει στην αιολική φυλή. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. αἰόλος. ΠΑΡ. αρχ. αἰολίζω ΙΙ, αἰολικὸς Ι] … Dictionary of Greek
Πολιεύς — έως και ῶς, ὁ, Α (επίκληση τού Διός και άλλων θεών) προστάτης τής πόλης, πολιούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + κατάλ. εύς (πρβλ. ιππ εύς)] … Dictionary of Greek