-
41 αιμωδίασις
(-εως) η, αιμωδίασμα τό мед. онемение -
42 αιτίασις
(-εως) η обвинение; жалоба, упрёк -
43 άκαρι
(-εως) τό клещ (насекомое) -
44 άλειψις
(-εως) η1) намазывание, смазывание (чём-л.); 2) втирание (мази и т. п.); натирание (мазью и т. п.) -
45 αλήθευσις
(-εως) η подтверждение, констатация -
46 αλιεύς
(-εως) ο рыбак; рыболов -
47 αλίευσις
(-εως) η ловля рыбы -
48 αλιπάστωσις
(-εως) η соление, засолка -
49 αλκάλι
(-εως) τό см. αλκάλιο[ν] -
50 αλκάλωσις
(-εως) η мед. увеличение щелочного резерва крови -
51 αλλαντίασις
(-εως) η отравление колбасой -
52 αλυσίδωσις
(-εως) η1) см. αλυσίδωμα; 2) соединение в цепь -
53 άλυσις
-
54 άμβλωστς
(-εως) η аборт -
55 άμελξις
(-εως) η доение, дойка -
56 αμμοκονίασις
(-εως) η обмазка, штукатурка -
57 αμνήστευσις
(-εως) η предоставление амнистии -
58 αμύλωσις
(-εως) η1) посыпание крахмалом; 2) крахмаление -
59 αμφιδέτησις
(-εως) η мор. стояние на двух якорях -
60 αναβάπτισες
(-εως) η, αναβάπτισεςμα τό1) повторное крещение, переименование; перекрещивание (разг); 2) перен. обновление, очищение
См. также в других словарях:
ἕως — indeclform (conj) ἠώς dawn fem acc pl (attic) ἠώς dawn fem nom/voc pl (attic doric aeolic) ἠώς dawn fem gen sg (attic doric aeolic) ἠώς dawn fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για … Dictionary of Greek
έως — πρόθ., ίσαμε, ως … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐῷς — ἐάω suffer pres opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑώς — ἑός his masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πήχυς — εως, ο / πῆχυς, εως και εος, ΝΜΑ, και πήχη, η, ΝΜ, και πήχης, ο, και πήχυ ή πήχι, ιού, το, Ν, αιολ. τ. πᾱχυς, ὁ, Α το αντιβράχιο, το τμήμα τού χεριού που περιλαμβάνεται από τον αγκώνα έως τον καρπό, έως την πηχεοκαρπική άρθρωση νεοελλ. αρχ. ο… … Dictionary of Greek
στόμις — εως, ὁ, Α (για ίππο) ατίθασος, σκληρόστομος, αυτός που δεν δέχεται το χαλινάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + επίθημα ις, εως (πρβλ. γάστρ ις, εως)] … Dictionary of Greek
Φωκαιεύς — έως, ο, ΝΑ, και αττ. τ. Φωκαεύς, έως, Α ο κάτοικος τής Φώκαιας, πόλης τής Μικράς Ασίας αρχ. (με σημ. επιθ.) αυτός που προέρχεται από την παραπάνω πόλη, φωκαϊκός («λαβὼν τριακόσιους στατῆρας Φωκαεῑς», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Φώκαια + κατάλ. εύς*] … Dictionary of Greek
μάλις — εως και μάλη, η (AM μᾱλις, ιος) λοιμώδης μεταδοτική νόσος που προσβάλλει κυρίως τα ιπποειδή, αλλά μπορεί να μεταδοθεί και στον άνθρωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παρά τον τ. μάλις, εως μαρτυρείται και τ. μᾱλίς / μηλίς*, ίδος. Και τα δύο δηλώνουν… … Dictionary of Greek
Αιολεύς — ( έως), ο (Α Αἰολεύς) 1. ο κάτοικος τής Αιολίδος 2. ο κάτοικος τής Αιόλης 3. αυτός που ανήκει στην αιολική φυλή. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. αἰόλος. ΠΑΡ. αρχ. αἰολίζω ΙΙ, αἰολικὸς Ι] … Dictionary of Greek
Πολιεύς — έως και ῶς, ὁ, Α (επίκληση τού Διός και άλλων θεών) προστάτης τής πόλης, πολιούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + κατάλ. εύς (πρβλ. ιππ εύς)] … Dictionary of Greek