Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐΰστρεπτος

См. также в других словарях:

  • εύστρεπτος — εὔστρεπτος, ον (ΑΜ) (Α και ἐΰστρεπτος, ον (Α) ευκίνητος, ελαφρός («ἐϋστρέπτοισι πόδεσσιν») αρχ. (για σχοινιά και ιμάντες) ο στριμμένος καλά, ο στερεός («ἕλκον δ ἱστία λευκὰ ἐϋστρέπτοισι βοεῡσιν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στρεπτός (<… …   Dictionary of Greek

  • εὔστρεπτος — well twisted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔστρεπτον — εὔστρεπτος well twisted masc/fem acc sg εὔστρεπτος well twisted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐστρέπτοις — εὔστρεπτος well twisted masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐστρέπτοισι — εὔστρεπτος well twisted masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐυστρέπτοιο — εὔστρεπτος well twisted masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐυστρέπτοισι — εὔστρεπτος well twisted masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐυστρέπτοισιν — εὔστρεπτος well twisted masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»