-
1 εὔστρεπτος
εὔ-στρεπτος, wohlgedreht, βοεῖς, Riemen; πόδες, gewandt -
2 εὔ-στρεπτος
εὔ-στρεπτος, ep. ἐΰστρεπτος, wohlgedreht, βοεῖς, Riemen, Od. 2, 426. 15, 291; κάλως Orph. Arg. 237; βρόχοι Opp. Cvn. 3, 258; πόδες, gewandt, Ep. ad. (IX, 533).
См. также в других словарях:
εύστρεπτος — εὔστρεπτος, ον (ΑΜ) (Α και ἐΰστρεπτος, ον (Α) ευκίνητος, ελαφρός («ἐϋστρέπτοισι πόδεσσιν») αρχ. (για σχοινιά και ιμάντες) ο στριμμένος καλά, ο στερεός («ἕλκον δ ἱστία λευκὰ ἐϋστρέπτοισι βοεῡσιν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στρεπτός (<… … Dictionary of Greek
εὔστρεπτος — well twisted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔστρεπτον — εὔστρεπτος well twisted masc/fem acc sg εὔστρεπτος well twisted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐστρέπτοις — εὔστρεπτος well twisted masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐστρέπτοισι — εὔστρεπτος well twisted masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυστρέπτοιο — εὔστρεπτος well twisted masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυστρέπτοισι — εὔστρεπτος well twisted masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυστρέπτοισιν — εὔστρεπτος well twisted masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)