-
61 εἰαριναῖς
-
62 ειαριναίσιν
-
63 εἰαριναῖσιν
-
64 ειαριναί
-
65 εἰαριναί
-
66 ειαρινοίο
-
67 εἰαρινοῖο
-
68 ειαρινοίς
-
69 εἰαρινοῖς
-
70 ειαρινοίσι
-
71 εἰαρινοῖσι
-
72 ειαρινοίσιν
-
73 εἰαρινοῖσιν
-
74 ειαρινού
-
75 εἰαρινοῦ
-
76 ειαρινοί
-
77 εἰαρινοί
-
78 ειαρινώ
-
79 εἰαρινῷ
-
80 ειαρινάς
См. также в других словарях:
ἐαρινός — of spring masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εαρινός — ή, ό (AM ἐαρινός, ή, όν Α και εἰαρινός, ή, όν και ἠρινός, ή, όν) [έαρ] ανοιξιάτικος αρχ. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) ἐαρινόν την εποχή τής ανοίξεως … Dictionary of Greek
εαρινός — ή, ό 1. που γίνεται την άνοιξη, ανοιξιάτικος: Εαρινή βροχή. 2. που είναι χρήσιμος την άνοιξη: Εαρινή ενδυμασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰαρινά — ἐαρινός of spring neut nom/voc/acc pl (epic) εἰαρινά̱ , ἐαρινός of spring fem nom/voc/acc dual (epic) εἰαρινά̱ , ἐαρινός of spring fem nom/voc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐαρινά — ἐαρινός of spring neut nom/voc/acc pl ἐαρινά̱ , ἐαρινός of spring fem nom/voc/acc dual ἐαρινά̱ , ἐαρινός of spring fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰαρινῶν — ἐαρινός of spring fem gen pl (epic) ἐαρινός of spring masc/neut gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰαρινόν — ἐαρινός of spring masc acc sg (epic) ἐαρινός of spring neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐαρινῶν — ἐαρινός of spring fem gen pl ἐαρινός of spring masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐαρινόν — ἐαρινός of spring masc acc sg ἐαρινός of spring neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰαριναῖς — ἐαρινός of spring fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰαριναῖσιν — ἐαρινός of spring fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)