-
1 ευτροχος
I2[τρέχω]1) правильно или легко движущийся(κύκλος Plat., Plut.)
2) плавно скользящий(βρόχοι Xen.)
3) проворный, бойкий(γλῶσσα Eur.; ἐν τῷ διαλέγεσθαι Plut.)
4) приводящий в быстрое движение(λαίφεα Anth.)
IIэп. ἐΰτροχος 2[τρόχος]1) с красивыми колесами(ἅρμα Hom., Hes.; ἅμαξα Hom.)
2) хорошо закругленный, (совершенно) круглый(τεῖχος Anth.)
ἀντίπηγος εὔ. κύκλος Eur. — круглая корзина -
2 διαλεγομαι
[λέγω III] (fut. διαλέξομαι и διαλεχθήσομαι, aor. διελεξάμην и διελέχθην, aor. 2 διαλεγῆναι, pf. διείλεγμαι)1) разговаривать, беседовать(τινι Her., Arph., Arst. и πρός τινα Plat., Arst.)
δ. τινι μέ ποιεῖν μάχην Thuc. — договариваться с кем-л. о том, чтобы не вступать в бой2) обсуждать(τί τινι и τι πρός τινα Xen.)
3) высказывать мнение, рассуждать(περί τινος Isocr.; οὐκ ἐρίζειν, ἀλλὰ δ. Plat.)
4) перен. иметь дело, вступать в сношения(τινι Arph. и τινα Plut.)
5) говорить, изъясняться(φοινικιστί Polyb.)
κατὰ τωὐτὸ δ. Her. — говорить на одном и том же языке;δ. ἐκ τῶν μυκτήρων Arst. — говорить в нос;εὔτροχος ἐν τῷ δ. Plut. — плавно (гладко) говорящий
См. также в других словарях:
εύτροχος — εὔτροχος, ον (ΑΜ), επικ. και λυρ. τ. ἐΰτροχος, ον (Α) μσν. αυτός που κινείται ελεύθερα αρχ. 1. αυτός που έχει ωραίους τροχούς ή που οι τροχοί του λειτουργούν καλά («ὃς κ ἰθύνοι ἡμιόνους καὶ ἅμαξαν ἐΰτροχον», Ομ. Ιλ.) 2. κυκλικός, ολοστρόγγυλος… … Dictionary of Greek
εὔτροχος — well wheeled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐύτροχος — εὔτροχος well wheeled masc/fem nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτρόχως — εὔτροχος well wheeled adverbial εὔτροχος well wheeled masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔτροχον — εὔτροχος well wheeled masc/fem acc sg εὔτροχος well wheeled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐύτροχον — εὔτροχος well wheeled masc/fem acc sg (epic) εὔτροχος well wheeled neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτροχωτάτην — εὔτροχος well wheeled fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτροχωτάτης — εὔτροχος well wheeled fem gen superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτροχωτάτοις — εὔτροχος well wheeled masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτρόχοις — εὔτροχος well wheeled masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτρόχοισι — εὔτροχος well wheeled masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)