-
1 φοινικιστι
-
2 διαλεγομαι
[λέγω III] (fut. διαλέξομαι и διαλεχθήσομαι, aor. διελεξάμην и διελέχθην, aor. 2 διαλεγῆναι, pf. διείλεγμαι)1) разговаривать, беседовать(τινι Her., Arph., Arst. и πρός τινα Plat., Arst.)
δ. τινι μέ ποιεῖν μάχην Thuc. — договариваться с кем-л. о том, чтобы не вступать в бой2) обсуждать(τί τινι и τι πρός τινα Xen.)
3) высказывать мнение, рассуждать(περί τινος Isocr.; οὐκ ἐρίζειν, ἀλλὰ δ. Plat.)
4) перен. иметь дело, вступать в сношения(τινι Arph. и τινα Plut.)
5) говорить, изъясняться(φοινικιστί Polyb.)
κατὰ τωὐτὸ δ. Her. — говорить на одном и том же языке;δ. ἐκ τῶν μυκτήρων Arst. — говорить в нос;εὔτροχος ἐν τῷ δ. Plut. — плавно (гладко) говорящий
См. также в других словарях:
φοινικιστί — in the Phoenician indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φοινικιστί — Φοινῑκιστί , Φοινικιστί in the Phoenician indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικιστί — Α επίρρ. στη γλώσσα τών Φοινίκων ή τών Καρχηδονίων ή κατά τον τρόπο τών Φοινίκων ή τών Καρχηδονίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοινικίζω (ΙΙ) + επιρρμ. κατάλ. τί (πρβλ. ἀττικισ τί). Η σημ. αυτή τού ρ. απαντά μόνο σε αυτόν τον επιρρμ. τ.] … Dictionary of Greek