Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἐϑράχϑη

См. также в других словарях:

  • ἐθράχθη — θράσσω trouble aor ind pass 3rd sg θράζω aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θράσσω — και αττ. τ. θράττω (Α) 1. συγχέω, ανησυχώ, ενοχλώ 2. καταστρέφω, αφανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θρᾱχ jω, με παρακμ. τέτρη χα (πρβλ. τέ θνη κα) και αόρ. θράξαι, εθράχθη κατά το πράσσω πράξαι. Η λ. είναι άγνωστης ετυμολ. και αντ αυτής χρησιμοποιείται στον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»