-
1 θράσσω
θράσσω, att. ϑράττω, Zusammenziehung aus ταράσσω (w. m. vgl,), in derselben Bdtg, beunruhigen; ὁ δ' ἀϑανάτων μὴ ϑρασσέτω φϑόνος Pind. I. 6, 39; σὰς δ' ὀκνῶ ϑρᾶξαι φρένας, verwirren, Aesch. Prom. 651; ἐϑράχϑη wird aus Soph. frg. 812 angeführt; καί τί μου ϑράσσει φρένας Eur. Rhes. 863; λέγε, τί ἦν, ὅ σε αὖ ϑρᾶττον ἀπιστίαν παρέχει Plat. Phaed. 86 e, öfter; so auch bei Sp., vgl. Ruhnk. zu Tim. lex. Plat. p. 93; – ὡς μὴ ϑράξῃς, zerbrechen, Ep. ad. 235 ( Plan. 255).
См. также в других словарях:
ἐθράχθη — θράσσω trouble aor ind pass 3rd sg θράζω aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θράσσω — και αττ. τ. θράττω (Α) 1. συγχέω, ανησυχώ, ενοχλώ 2. καταστρέφω, αφανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θρᾱχ jω, με παρακμ. τέτρη χα (πρβλ. τέ θνη κα) και αόρ. θράξαι, εθράχθη κατά το πράσσω πράξαι. Η λ. είναι άγνωστης ετυμολ. και αντ αυτής χρησιμοποιείται στον … Dictionary of Greek