-
1 αγακτιμενος
-
2 ευκτιμενος
-
3 κτιζω
(aor. ἔκτῐσα - эп. κτίσσα, дор. ἔκτισσα, эп. part. pf. κτίμενος с ῐ)1) заселять, колонизовать(Δαρδανίην Hom.; χώρην, νῆσον Her.)
2) закладывать, основывать, строить(βωμόν Pind.; ἀποικίαν Aesch.; ἄστεα καὴ τείχεα ἐκτισμένα Her.)
3) насаждать(ἄλσος Pind.)
4) устраивать, учреждать(ἑορτήν, ἀγῶνα Pind.)
κ. δαῖτάς τινι Aesch. — задавать пиры в честь кого-л.;κ. τάφον τινί Soph. — предавать погребению кого-л.;Κύρνον κτίσαι ἥρων ἐόντα Her. — установить почитание Кирна как героя5) изобретать, вводить(τὸν χαλινὸν ἵπποισι Soph.)
6) производить на свет, порождать(παῖδα γόνῳ Aesch.)
ὅ κτίσας NT. — создатель, творец7) делать(ἐλεύθερον κ. τινά τινος Aesch.)
8) совершать, исполнятьκαὴ ταῦτ΄ ἔτλη τις χεὴρ γυναικεία κτίσαι ; Soph. — и это дерзнула совершить чья-то женская рука?
См. также в других словарях:
Κτίμενος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίμενος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κτίμενος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεσσαλός ήρωας. Από αυτόν πήρε την ονομασία της η πόλη των Δολόπων Κτιμένες. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν πατέρας του Ευρυδάμαντα, γνωστού από τη συμμετοχή του στην Αργοναυτική εκστρατεία. 2. Γιος του Γανύκτορα που … Dictionary of Greek
κτίμενον — κτίμενος masc acc sg κτίμενος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιμένη — κτίμενος fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιμένην — κτίμενος fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιμένης — κτίμενος fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κτιμένου — Κτίμενος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιμένου — κτίμενος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιμένῃ — κτίμενος fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κτιμένῳ — Κτίμενος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)