Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἐϋ-κτίμενος

См. также в других словарях:

  • Κτίμενος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίμενος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κτίμενος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεσσαλός ήρωας. Από αυτόν πήρε την ονομασία της η πόλη των Δολόπων Κτιμένες. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν πατέρας του Ευρυδάμαντα, γνωστού από τη συμμετοχή του στην Αργοναυτική εκστρατεία. 2. Γιος του Γανύκτορα που …   Dictionary of Greek

  • κτίμενον — κτίμενος masc acc sg κτίμενος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτιμένη — κτίμενος fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτιμένην — κτίμενος fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτιμένης — κτίμενος fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κτιμένου — Κτίμενος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτιμένου — κτίμενος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτιμένῃ — κτίμενος fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κτιμένῳ — Κτίμενος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»