-
1 ἐϋρραφής
A well-stitched,ἐϋρραφέεσσι δοροῖσι Od.2.354
, 380;ἐϋρραφέος παρὰ μηροῦ D.P.940
;γενύων σφίγκτωρ AP6.233
(Maec.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐϋρραφής
-
2 ἐυρραφής
ἐυ-ρραφής, ές ( ῥάπτω): well-sewed, Od. 2.354, 380.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐυρραφής
-
3 ευρραφέα
ἐϋρραφέα, ἐυρραφήςwell-stitched: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)ἐϋρραφέα, ἐυρραφήςwell-stitched: masc /fem acc sg (epic ionic) -
4 ἐυρραφέα
ἐϋρραφέα, ἐυρραφήςwell-stitched: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)ἐϋρραφέα, ἐυρραφήςwell-stitched: masc /fem acc sg (epic ionic) -
5 ευρραφέεσσι
-
6 ἐυρραφέεσσι
-
7 ευρραφέος
-
8 ἐυρραφέος
-
9 ευρραφέων
-
10 ἐυρραφέων
-
11 εὔραπτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔραπτος
См. также в других словарях:
εϋρραφής — ἐϋρραφής και εὐραφής, ές (Α) ραμμένος καλά, στέρεα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ραφής (< ραφή), πρβλ. νεο ρραφής, πολυ ρραφής] … Dictionary of Greek
ἐυρραφέα — ἐϋρραφέα , ἐυρραφής well stitched neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐϋρραφέα , ἐυρραφής well stitched masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευραφής — εὐραφής, ές (Α) βλ. εϋρραφής … Dictionary of Greek
ἐυρραφέεσσι — ἐϋρραφέεσσι , ἐυρραφής well stitched masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυρραφέος — ἐϋρραφέος , ἐυρραφής well stitched masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυρραφέων — ἐϋρραφέων , ἐυρραφής well stitched masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)