-
1 εψιόωντο
ψιάωimperf ind mp 3rd pl (epic)——————ἑψιάομαιamuse oneself: imperf ind mp 3rd pl (epic) -
2 ἐψιόωντο
Βλ. λ. εψιόωντο -
3 ἑψιόωντο
Βλ. λ. εψιόωντο -
4 ἑψιάομαι
A amuse oneself,θύρῃσι καθήμενοι ἑψιαάσθων Od.17.530
;ἑψιάασθαι μολπῇ καὶ φόρμιγγι 21.429
;ἀμφ' ἀστραγάλοισι.. ἑψιόωντο A.R.3.118
, cf. 1.459, Call.Dian. 3, Cer. 39, Nonn.D.10.326 ( ἐψιόωντο, as if from ἔπος, Philon. (?) ap. Sch.A.R.3.118; but cf. ἀφεψιάομαι).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑψιάομαι
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий