-
1 εχεστονος
См. также в других словарях:
εχέστονος — ἐχέστονος, ον (Α) αυτός που φέρνει στεναγμούς («ἰὸν ἐχέστονον», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + στόνος «στεναγμός»] … Dictionary of Greek
1 εχεστονος
εχέστονος — ἐχέστονος, ον (Α) αυτός που φέρνει στεναγμούς («ἰὸν ἐχέστονον», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + στόνος «στεναγμός»] … Dictionary of Greek